ΔΙΑΒΑΣΤΕ

6/recent/ticker-posts

Η θεραπευτική δύναμη του σεξ

 Η ερωτική μας ζωή, όταν είναι ευχάριστη, συμβάλλει στην πρόληψη ορισμένων μορφών καρκίνου, καρδιαγγειακών παθήσεων, καθώς και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας. Οσο για τη μεγάλη σωματική ανανέωση και την ψυχολογική ευεξία που χαρίζει η «μαγεία» των οργασμών, αυτές επιβεβαιώνονται όχι μόνο από την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων, αλλά και από μια σειρά βιοϊατρικών μελετών.

Μολονότι διόλου ευκαταφρόνητα αυτά τα νούμερα, δείχνουν σαφώς ότι για την πλειοψηφία των γυναικών η ερωτική ικανοποίηση δεν εξαρτάται αποκλειστικά από το μέγεθος του πέους.Τα επόμενα χρόνια, στα λήμματα «σεξ» ή «σωματικός έρωτας» των ενημερωμένων λεξικών θα διαβάζουμε: «Σφοδρή αλλαγή της εγκεφαλικής δραστηριότητας που προκαλείται από την έκλυση μεγάλης ποσότητας ειδικών νευροδιαβιβαστών (ντοπαμίνης, ωκυτοκίνης, βασοπρεσίνης) με άμεσο στόχο την ερωτική ικανοποίηση και απώτερο την προώθηση της αναπαραγωγικής λειτουργίας». Πιθανότατα, οι περισσότεροι αναγνώστες και αναγνώστριες θα βρουν αυτόν τον ορισμό κάπως «άχρωμο» ή ίσως υπερβολικά «περιοριστικό», σε καμία περίπτωση όμως ανακριβή.

Αν δεν ανήκετε στην παλιομοδίτικη κατηγορία όσων θεωρούν ότι οι πιο πρόσφατες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με αυτό το πολύπλοκο βιο-ψυχολογικό φαινόμενο είναι εσφαλμένες, τότε οφείλετε να παραδεχτείτε ότι αυτός ο «ψυχρός» περιγραφικός ορισμός δεν απέχει και πολύ από την πραγματικότητα, αφού συνοψίζει ικανοποιητικά τις τρέχουσες επιστημονικές αντιλήψεις για το σεξ. 

Στο σημερινό άρθρο θα παρουσιάσουμε τις τελευταίες επιστημονικές ανακαλύψεις που επιβεβαιώνουν την ανανεωτική αλλά και θεραπευτική επίδραση των ανθρώπινων ερωτικών συνευρέσεων, ενώ στο επόμενο θα εξετάσουμε τις συνέπειες από τη στέρηση μιας ικανοποιητικής ερωτικής ζωής.

Στην έρευνα των βιοχημικών και νευρολογικών προϋποθέσεων της ερωτικής μας συμπεριφοράς έχει συντελεστεί τις τρεις τελευταίες δεκαετίες μια μικρή επανάσταση. Και μολονότι έχει γίνει της μόδας στην επιστήμη και την τεχνολογία να βλέπουμε παντού «επαναστάσεις», όταν στην πραγματικότητα έχει απλώς συντελεστεί κάποια μικρή αλλά απροσδόκητη πρόοδος, στη συγκεκριμένη περίπτωση πρόκειται όντως για μια ριζική αλλαγή της οπτικής γωνίας και των αντιλήψεων που επικρατούσαν μέχρι πολύ πρόσφατα.

Γεγονός που οδηγεί αναπόφευκτα στη ριζική αναθεώρηση πολλών ιδιαίτερα διαδεδομένων και ιδεολογικά βεβαρημένων κοινωνικών προκαταλήψεών μας γύρω από το σεξ.

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νέα νευροβιολογική προσέγγιση, θεωρείται πλέον αναμφισβήτητο ότι τόσο η ένταση της σεξουαλικής ηδονής όσο και η σφοδρότητα των ερωτικών μας συναισθημάτων, ακόμη και η αγάπη και η φροντίδα της μητέρας για το νεογέννητο βρέφος αποτελούν εκδηλώσεις του ανθρώπινου ερωτισμού, ο οποίος εξαρτάται όχι μόνο από εξωγενείς αλλά και από ενδογενείς γενετικούς και βιοχημικούς παράγοντες, οι οποίοι δρουν –άλλοτε ενεργοποιητικά και άλλοτε κατασταλτικά– πάνω στα φυλετικά διαφοροποιημένα νευρολογικά κυκλώματα του εγκεφάλου μας.

Δεν θα πρέπει λοιπόν να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι οι βασικές βιολογικές παράμετροι της ερωτικής μας συμπεριφοράς μόνο εν μέρει μπορεί να επηρεάζονται από τους πρόσκαιρους, ευμετάβλητους και εντέλει τυχαίους «εξωγενείς» παράγοντες.

Εκπληξη, αντίθετα, προκαλεί το τεράστιο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι να αναγνωρίσουμε και να αποδεχτούμε την, ταυτοχρόνως, βιολογική-κοινωνική φύση των παραγόντων που καθορίζουν τα ερωτικά μας ήθη.

Από τη νευροβιολογική...

Πράγματι, από όλες τις σχετικές έρευνες προκύπτει ότι στη μακρά εξελικτική ιστορία του είδους μας ο εγκέφαλός μας ανέπτυξε τρία διαφορετικά –τόσο από λειτουργική όσο και από ανατομική άποψη– συστήματα που, από κοινού, καθορίζουν την ερωτική μας συμπεριφορά και τελικά εγγυώνται την επιτυχή αναπαραγωγή μας.

Το πρώτο εγκεφαλικό ερωτικό σύστημα σχετίζεται με τη σεξουαλική έλξη και την επιθυμία που μας ωθεί στο να ζευγαρώνουμε. Το δεύτερο επιτρέπει την ανάδυση του «ρομαντικού έρωτα», εδραιώνει την ερωτική σχέση και μας παρέχει τα αναγκαία κίνητρα για να αφιερώνουμε πολύ χρόνο και ενέργεια στον ερωτικό μας σύντροφο. Τέλος, το τρίτο εγκεφαλικό σύστημα διασφαλίζει τη μακροχρόνια σχέση με τον σύντροφό μας.

Μάλιστα, έχει πολλαπλώς διαπιστωθεί ότι η ιδιαίτερη παρέμβαση και εξειδικευμένη λειτουργία αυτών των διαφορετικών εγκεφαλικών συστημάτων βασίζεται πάντα στη διαφοροποιημένη παραγωγή συγκεκριμένων βιοχημικών μορίων, κυρίως ορμονών.

Ετσι, για παράδειγμα, η έντονη σεξουαλική έλξη που νιώθουμε για κάποιον ή κάποια εξαρτάται άμεσα από την απελευθέρωση μεγάλων ποσοτήτων τεστοστερόνης, ενώ η ερωτική έκσταση και ηδονή που βιώνουμε καθορίζεται πρωτίστως από την ποσότητα ντοπαμίνης που εκλύεται στον εγκέφαλο, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επίπεδα σεροτονίνης. Ενώ η «μονιμοποίηση» της ερωτικής σχέσης στον χρόνο εξαρτάται από την αυξημένη παραγωγή μιας άλλης ορμόνης, της ωκυτοκίνης στις γυναίκες και της βασοπρεσίνης στους άνδρες.

Και τι έχει απομείνει από το ερωτικό πάθος, αυτό το «μυστηριώδες» συναίσθημα που, με το εμπνευσμένο τους έργο, το έχουν εξυμνήσει τόσοι καλλιτέχνες και ποιητές; Το μεγαλύτερο ίσως «μυστήριο» στις ανθρώπινες σχέσεις, δηλαδή η επιθυμία να υπερβούμε τον εαυτό μας μέσα από την ερωτική μας σχέση με τον άλλο, αποδομείται συστηματικά και ανάγεται στην «ανούσια» μηχανική των βιομορίων.

Μήπως έχουν δίκιο όσοι ισχυρίζονται ότι η ορθολογική επιστημονική σκέψη σκοτώνει τον έρωτα; Και η αλχημεία του έρωτα υπερβαίνει τελικά τη χημεία του εγκεφάλου που τον παράγει; Μάλλον όχι! Το σφάλμα που διαπράττουν συστηματικά τόσο οι αυτόκλητοι και ρομαντικοί ιππότες του έρωτα όσο και οι επιστημονικά πεφωτισμένοι «αναγωγιστές» είναι ότι συγχέουν τα ερωτικά μας βιώματα και πάθη με τους μηχανισμούς που τα παράγουν. Λες και το να γνωρίζει κανείς τους μηχανισμούς της πέψης σημαίνει ότι έχει χάσει τη δυνατότητα να απολαμβάνει τα θεσπέσια εδέσματα ή, αντιστρόφως, ότι η ικανότητα να απολαμβάνει τα εδέσματα εξαρτάται από το αν γνωρίζει επακριβώς τη λειτουργία των πεπτικών ενζύμων.

Oσο όμως κι αν γνωρίσουμε στην εντέλεια τους εγκεφαλικούς μηχανισμούς του έρωτα, αυτός –εκ φύσεως αιθέριος– πάντα θα καταφέρνει να διαφεύγει από τον έλεγχό μας. Και αυτό όχι για κάποιους υπερφυσικούς λόγους, αλλά, αντίθετα, εξαιτίας της αρχέγονης ζωοποιητικής φύσης και λειτουργίας του.

Διατυπωμένο διαφορετικά: είμαστε από τη φύση μας προγραμματισμένοι να δημιουργούμε ερωτικές σχέσεις και να βιώνουμε τα ερωτικά πάθη που αυτές συνεπάγονται. Πέρα όμως από τα εφήμερα ερωτικά πάθη και παθήματα, η βιολογική σημασία του σεξ είναι να διασφαλίζει την καλή ψυχοσωματική μας υγεία και να εγγυάται την αναπαραγωγή μας, όχι μόνον ως ατόμων αλλά και ως είδους.

...στη θεραπευτική δράση του οργασμού

Ωστόσο, η άκρως ανανεωτική λειτουργία των απολαυστικών ερωτικών συνευρέσεων δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή. Από πολλές βιοϊατρικές και βιοψυχολογικές έρευνες επιβεβαιώνεται η ευρέως διαδεδομένη αλλά, μέχρι πρόσφατα, καθαρά διαισθητική αντίληψη ότι η ικανοποιητική ερωτική ζωή επηρεάζει αποφασιστικά την ψυχοσωματική μας υγεία καθώς και την κοινωνική-επαγγελματική μας ζωή.

Για παράδειγμα, οι πολυετείς έρευνες της κορυφαίας Αμερικανίδας επιδημιολόγου Jenifer Rider και της ομάδας της στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ έδειξαν ότι για τους άνδρες το να έχουν μια πλούσια και ικανοποιητική ερωτική ζωή αποτελεί ασπίδα προστασίας κατά του καρκίνου του προστάτη και των καρδιαγγειακών παθήσεων. Υπολόγισαν, μάλιστα, ότι στους άνδρες που είχαν περίπου 20 οργασμούς τον μήνα μειώνονταν κατά το ένα τέταρτο οι πιθανότητες να εκδηλώσουν προστάτη σε σχέση με όσους είχαν μόνον επτά οργασμούς τον μήνα!

Οσο για τις γυναίκες, η συχνή ερωτική δραστηριότητα επηρεάζει όχι μόνον την καλή ψυχολογική τους διάθεση αλλά συμβάλλει στην πρόληψη του καρκίνου του μαστού. Αυτό σχετίζεται πιθανότατα με τη μεγαλύτερη παραγωγή, έκκριση και άρα με τη δράση της ωκυτοκίνης, της επονομαζόμενης και «ορμόνης του έρωτα» για την αγχολυτική και ευδαιμονική επίδρασή της στον οργανισμό. Κάτι που πριν από έναν χρόνο επιβεβαιώθηκε σε πειραματόζωα από τους Γερμανούς ερευνητές Martin Waldherr και Inga Neumann.

Η ευεργετική δράση στον ύπνο –και άρα στην αντιμετώπιση της αϋπνίας– της έκκρισης ωκυτοκίνης κατά την ερωτική πράξη επιβεβαιώθηκε από τα πειράματα του Kerstin Uvnas-Moberg και της ομάδας του στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης. Οι Σουηδοί ερευνητές διαπίστωσαν ότι όταν ενέχυαν με ένεση ωκυτοκίνη σε ποντίκια, αυτή δρούσε κατευναστικά, εξαλείφοντας αμέσως το άγχος των πειραματόζωων. Αλλά και οι στατιστικές έρευνες σε γυναίκες έδειξαν ότι κοιμούνται περισσότερο και καλύτερα μετά το σεξ.

Επομένως, όπως όλα δείχνουν, η συχνή ερωτική πρακτική, όταν είναι ευχάριστη, συμβάλλει στην πρόληψη ορισμένων μορφών καρκίνου, καθώς και στην αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση του άγχους και της αϋπνίας απ’ ό,τι τα αμφιβόλου αξίας φαρμακευτικά σκευάσματα.

Οσο για τη μεγάλη σωματική ανανέωση και την ψυχολογική ευεξία που χαρίζει η «μαγεία» των οργασμών, αυτή επιβεβαιώνεται από την καθημερινή εμπειρία των ανθρώπων που έχουν ικανοποιητική ερωτική ζωή, αλλά και από σειρά βιοϊατρικών μελετών.

Οι νευροψυχολογικές έρευνες του David Weeks και της Jamie James στο Εδιμβούργο έδειξαν ότι η έκκριση, κατά την ερωτική πράξη, οιστρογόνων και ορμονών της ερωτικής ικανοποίησης συμβάλλει σημαντικά στην αύξηση της ελαστικότητας και της ανανέωσης της ανθρώπινης επιδερμίδας. Αντί, λοιπόν, για τα πανάκριβα κοσμητικά είδη, θα ήταν οικονομικότερο –και πιο αποτελεσματικό– αν επενδύαμε συχνότερα στην ερωτική... γυμναστική.

Η δυσκολία με αυτές τις έρευνες είναι να καταλάβουμε αν είναι η καλή ερωτική ζωή που καθιστά τους ανθρώπους πιο χαρούμενους και πιο υγιείς ή αν, αντίθετα, είναι η χαρά και η καλή ψυχοσωματική τους υγεία που τους κάνει να αναζητούν συχνότερα το σεξ. Πιθανότατα θα πρέπει να συμβαίνουν και τα δύο ταυτοχρόνως, δεδομένου ότι η οργασμική ζωή μας δεν καθορίζεται αποκλειστικά από κάποια ιδιαίτερα σωματικά ή ψυχολογικά μας «προσόντα».

Οι μεταβλητές του γυναικείου οργασμού

Αν, όμως, για τους άνδρες η επίτευξη του οργασμού ταυτίζεται με την εκσπερμάτωση, για το γυναικείο φύλο τα πράγματα είναι πολύ πιο περίπλοκα. Από ποιους παράγοντες εξαρτάται η επίτευξη ή όχι της ερωτικής ικανοποίησης των γυναικών; Ποιο ρόλο παίζουν, στις ετεροφυλικές ερωτικές σχέσεις, οι διαστάσεις του πέους στον γυναικείο οργασμό; Ενας ιδιαίτερα διαδεδομένος ανδροκρατικός μύθος θέλει το μέγεθος και ο όγκος του πέους να είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Είναι όμως έτσι;

Αναζητώντας μια επιστημονικά εμπεριστατωμένη απάντηση σε αυτό το παμπάλαιο ερώτημα, η Anne Franchen και οι συνεργάτες της στο Πανεπιστήμιο του Χρόνινγκεν, στη βόρεια Ολλανδία, πραγματοποίησαν εκτενή δημοσκοπική έρευνα μεταξύ των γυναικών.

Το συμπέρασμα ήταν ότι το 21% από αυτές θεωρούσε σημαντικό το μήκος του πέους, ενώ το 33% τον όγκο, ως ανδρικά ανατομικά «προσόντα» που συμβάλλουν θετικά αλλά σε καμία περίπτωση δεν εξασφαλίζουν την επίτευξη του πολυπόθητου αλλά δυσεπίτευκτου γυναικείου οργασμού!

Πηγή: efsyn.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια