Η ΡΟΜΙΝΑ ΣΗΜΕΡΑ μπορεί να θυμηθεί με λεπτομέρεια της στιγμή που,
ενώ βρισκόταν στο βαγόνι του μετρό και ο συρμός ανέπτυσσε ταχύτητα μεταξύ δύο
σταθμών, ένιωσε να μην τη βαστάνε τα πόδια της. Χωρίς να αισθάνεται κάποιον
φυσικό πόνο, φοβόταν ότι ανά πάσα στιγμή μπορούσε να καταρρεύσει. Ένιωθε ότι
επρόκειτο να πεθάνει.
«Αυτό
που σκεφτόμουν ήταν ότι θα ρεζιλευτώ, θα πέσω και θα με κοιτάνε όλοι. Είχα
πεισθεί ότι είχε φτάσει το τέλος μου. Είχα αγχωθεί πότε θα φτάσει το μετρό στον
επόμενο σταθμό ώστε να κατέβω και να πάω κάπου όπου να μπορώ να καταρρεύσω
χωρίς να με κοιτάνε», έτσι αφηγείται το περιστατικό. Στο διάστημα που
ακολούθησε η Ρομίνα φοβόταν να μπει ξανά στο μετρό. Η ιδέα ότι μια κρίση
πανικού μπορεί να επανερχόταν με τον ίδιο τρόπο δεν την άφηνε σε ησυχία. Τελικά
επανήλθε, όχι τόσο έντονα όμως. Στο μέλλον θα υπήρχαν φορές που θα έβλεπε ένα
σακίδιο ακουμπισμένο κάτω και τότε η σκέψη ενός ενδεχόμενου τρομοκρατικού
χτυπήματος θα την κατέβαλλε. Χρειάστηκε να κάνει ψυχοθεραπεία πολύ καιρό για να
νιώσει ασφάλεια και να μπορεί σήμερα να κυκλοφορήσει στο μετρό χωρίς να την
κατακλύζουν φοβίες. Δύο ακόμα περιστατικά θα συνέβαιναν σε εργασιακό
περιβάλλον, ενώ η περίοδος της πανδημίας και το αίσθημα του εγκλεισμού
επιδείνωσε την κατάσταση.
«Ήμουν
σε ένα πολύ στρεσογόνο εργασιακό περιβάλλον και ξαφνικά ένιωσα ότι δεν μπορούσα
να αναπνεύσω. Έκανα τις κινήσεις που έπρεπε για να αναπνεύσω, αλλά ξαφνικά ήταν
σαν να μην έμπαινε οξυγόνο στα πνευμόνια μου, οπότε άρχισα να βγάζω ήχους. Οι
εργαζόμενοι στα διπλανά γραφεία είχαν γυρίσει και με κοιτούσαν», συνεχίζει η
Ρομίνα.
«Μια
κυρία με έβγαλε στα σκαλιά και προσπάθησε να με βοηθήσει. Κράτησε περίπου μισή
ώρα και τότε άρχισε να με κατακλύζει πανικός, ένας φοβερός φόβος ότι θα πάνε
όλα στραβά, ότι η πραγματικότητα με πνίγει, και μαζί ένα αίσθημα απελπισίας.
Πάλευα να αναπνεύσω και ταυτοχρόνως ένιωθα ότι ήταν μάταιο, διότι κάτι πολύ
κακό θα συνέβαινε, ότι δεν υπήρχε καμία ελπίδα. Δεν ήξερα τι ακριβώς ήταν αυτό
που φοβόμουν, όμως ήμουν τρομοκρατημένη».
Η
τελευταία δεκαετία ήταν σίγουρα μια περίοδος με πάρα πολλά γεγονότα που μπορούν
να προκαλέσουν άγχος, ενώ τα τελευταία δύο χρόνια έχουμε ζήσει πρωτόγνωρες
καταστάσεις. Οι συνέπειες δρουν συσσωρευτικά. Αρκεί και μόνο να σκεφτεί κανείς
ότι ένας νέος άνθρωπος μπορεί να έχει ζήσει μια οικονομική κρίση, πανδημία και
τώρα να παρακολουθεί μια πολεμική σύρραξη που βαράει καμπάνες αναζωπύρωσης
φρικαλεοτήτων του παρελθόντος. Όσο για τα καλοκαίρια; Βλέπει να λαμπαδιάζουν
εκτάσεις γης και ακούει τις ειδοποιήσεις της πολιτικής προστασίας. Ζούμε σε μια
εποχή που για να επιβιώσεις πρέπει να κολυμπήσεις σε άγρια εργασιακά ρεύματα,
να είσαι κομάντο για να βρεις μια αξιοπρεπή δουλειά, να είσαι όμορφος και
στυλάτος και γραμμωμένος για να νιώσεις αποδεκτός κάθε φορά που ανοίγεις το
κινητό σου. Ο φόβος ότι κάτι ακόμη χειρότερο μπορεί να συμβεί ανά πάσα στιγμή
είναι διαρκής. Ο οργανισμός μας ρουφάει σαν σφουγγάρι τη φρίκη και το σκοτάδι,
σε συνδυασμό με τραυματικά γεγονότα και καταστάσεις που μπορεί να έχει ζήσει
στο παρελθόν. Και το μπαμ γίνεται.
Η
Ρομίνα μου εξηγεί πως βίωσε την περίοδο του εγκλεισμού ιδιαίτερα έντονα.
«Ήταν
μια πολύ δύσκολη περίοδος. Είχα περάσει ένα διάστημα κλεισμένη στο σπίτι.
Έβλεπα τα νέα στις ειδήσεις. Ήμουν πολύ αγχωμένη μην κολλήσω εγώ ή οι δικοί μου.
Ένιωσα ότι αυτό με κατάπινε. Πάθαινα κρίσεις. Ξάπλωνα στο πάτωμα του σπιτιού
και δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω το άγχος της κατάστασης στην οποία
βρισκόμασταν όλοι. Ένιωθα απελπισμένη, ότι δεν μπορούσα να αναπνεύσω, έτρεχαν
δάκρυα από τα μάτια μου, χωρίς να κλαίω». Τι είναι αυτό που κατά τη διάρκεια
της πανδημίας δημιούργησε το συγκεκριμένο αίσθημα στον κόσμο;
«Ήμασταν
κλεισμένοι μόνοι μας σε ένα σπίτι, μακριά από τους δικούς μας, και δεν ξέραμε
πότε θα τους ξαναδούμε. Οι άνθρωποι με αγχώδεις διαταραχές είχαν μεγαλύτερη
έλλειψη σταθερότητας και άγχος. Όταν ξέρεις ότι παθαίνεις κρίσεις πανικού,
κάποιες φορές ακόμα και ο φόβος μη σου ξανασυμβεί, είναι ικανός να σου
προκαλέσει μια καινούργια κρίση. Αν είσαι για εβδομάδες κλεισμένος σε ένα σπίτι
και μόνος, αρχίζεις να αναρωτιέσαι πώς θα την αντιμετωπίσεις».
Η
Μαίρη Βαρβαρούση είναι κλινική ψυχολόγος στο ΑΠΘ και εργάζεται στο ΨΝΘ-Κέντρο
Ψυχικής Υγείας Δυτικού Τομέα Θεσσαλονίκης. Μας εξηγεί σχετικά με τον ορισμό της
κρίσης πανικού:
«Μια
κρίση πανικού στην ουσία είναι μια κρίση άγχους που εμφανίζεται με μια πληθώρα
σωματικών συμπτωμάτων. Ανήκει στην κατηγορία των διαταραχών άγχους. Διαφέρει
από τη διαταραχή πανικού. Ένας άνθρωπος μπορεί να έχει μια κρίση πανικού ή μια
κρίση άγχους με σωματικά συμπτώματα, για να γίνει όμως μια διαταραχή πανικού θα
πρέπει να έχει συστηματικά για τέσσερις-έξι βδομάδες τουλάχιστον τρεις κρίσεις
κάθε βδομάδα. Θα μπορούσαμε να παρομοιάσουμε την κρίση πανικού με βήχα και τη
διαταραχή πανικού με φλεγμονή».
Όπως
μου αναλύει, οι κρίσεις πανικού έχουν δεκατρία συμπτώματα. Για να πούμε ότι
κάποιος την εκδηλώνει, θα πρέπει να έχει οκτώ από τα δεκατρία. Ανάμεσα σε αυτά
είναι η ταχυπαλμία, η εφίδρωση, η δυσκολία στην αναπνοή, ο πόνος στο στήθος, η
ζάλη, ο φόβος ότι θα τρελαθείς, ότι θα πεθάνεις, το μούδιασμα σε διάφορα σημεία
του σώματος, οι εξάψεις, οι κρυάδες, το αίσθημα αστάθειας ή λιποθυμίας και
πνιγμού, όπως όταν ένα κασκόλ σού σφίγγει τον λαιμό.
Ο Ορέστης Μήλιος βιώνει
κρίσεις πανικού από τα έντεκά του. Τα συμπτώματα αγχώδους διαταραχής άρχισαν να
γίνονται εμφανή από το δημοτικό, ενώ βρισκόταν σε κατασκήνωση, όπου έζησε μία
από τις πιο τρομαχτικές και συνάμα καθοριστικές εμπειρίες της ζωής του. Τότε
ξεκίνησε να έχει ένα έντονο αίσθημα άγχους μαζί με μια πρωτόγνωρη αίσθηση
«αποπροσωποποίησης», ότι δηλαδή κοιτάζει ο ίδιος τον εαυτό του από ένα σημείο
έξω από το σώμα του.
«Ήμουν
πολύ μικρός για να το διαχειριστώ και το βίωσα με αρκετή ματαίωση, γιατί,
δυστυχώς, όσο και αν προσπάθησα να μιλήσω γι’ αυτό στον περίγυρό μου, τους
φίλους μου, τον ομαδάρχη μου, τους γονείς μου, κανείς δεν μπορούσε να με
καταλάβει ή να μου εξηγήσει τι ακριβώς μου συνέβαινε», λέει.
«Αυτό
με έκανε να σχηματίσω από πολύ μικρός την πεποίθηση ότι είμαι διαφορετικός και
ότι δεν έχει νόημα να το πω στους γύρω μου, κι αυτό σταδιακά με οδήγησε στο να
το κρύβω και να σχηματίσω έναν τέλειο μηχανισμό άμυνας: δύο πραγματικότητες.
Μία που ένιωθα μέσα μου (πανικός, στρες, θλίψη) και μία που έδειχνα προς τα έξω
(χαμόγελο, ενέργεια). Πολύ αργότερα κατάλαβα ότι αυτό το έκανα τόσο για
επιβίωση, ώστε να μη με απορρίπτουν οι άλλοι ως έφηβο, όσο και για “προστασία”
απέναντι στους γονείς και την οικογένεια μου, τους οποίους δεν ήθελα να
στενοχωρώ με τις “κρίσεις” μου.
Από
την ημέρα εκείνη της πρώτης εκδήλωσης της κρίσης σχεδόν σε καθημερινή βάση και
σε οποιαδήποτε αλλαγή περιβάλλοντος, π.χ. διακοπές, νέο περιβάλλον, εκδρομές,
το σύστημά μου αντιδρούσε και οδηγούμουν σε κρίσεις πανικού. Βεβαίως τότε δεν
είχα ιδέα ότι επρόκειτο για κρίσεις πανικού και το θεωρούσα σαν κάτι πολύ
“κακό” και “διαφορετικό” που συνέβαινε μόνο σ’ εμένα και κανένας άλλος άνθρωπος
δεν έχει βιώσει. Αυτό με έκανε να νιώθω πολύ μόνος και μια ματαιότητα, καθώς
απλά πράγματα που για τους άλλους γύρω μου ήταν δεδομένα, όπως μια βόλτα, μια
διαδρομή με το λεωφορείο κ.λπ, εμένα μου προκαλούσαν ακραία αγωνία και
τραύμα».
Η
κατάσταση αυτή οδήγησε τον Ορέστη σε αγοραφοβικές τάσεις, με αποτέλεσμα να
καταφεύγει στην αποφυγή και στην υπεκφυγή.
«Μια
κρίση πανικού έχει σχέση με την ενεργοποίηση του παρασυμπαθητικού συστήματος
του οργανισμού μας. Το σύστημα αυτό είναι υπεύθυνο για όλες τις λειτουργίες του
σώματος που δεν ελέγχουμε συνειδητά (καρδιακοί παλμοί, αναπνοή, εφίδρωση
κ.ά.)», εξηγεί. «Κατά τη διάρκεια μιας κρίσης πανικού το σώμα σου αντιδράει σαν
να έχεις μόλις δει απέναντί σου μια άγρια τίγρη που είναι έτοιμη να σε
κατασπαράξει. Η αναπνοή σου γίνεται δύσκολη, κοφτή και γρήγορη, οι καρδιακοί
σου παλμοί αυξάνονται τρελά και νιώθεις ότι θέλεις να τρέξεις με όλη σου τη
δύναμη προς την “ασφάλεια”. Όταν αυτά τα συμπτώματα τα βιώνεις σε μη-απειλητικά
περιβάλλοντα, τότε προκαλείται η σύγχυση και το πρόβλημα. Ο κίνδυνος δεν είναι
πραγματικός, αλλά το μυαλό και το σώμα αντιδρούν σαν να είσαι απέναντι στην πιο
μεγάλη απειλή. Επίσης, αξίζει να αναφερθεί ότι η ζωή με τις αγχώδεις διαταραχές
μοιάζει πολύ με το να ιππεύεις έναν ταύρο. Το μυαλό κλοτσάει προς κάθε
κατεύθυνση και όσο περισσότερο προσπαθείς να το ελέγξεις και να του κάνεις
κουμάντο, τόσο περισσότερο εξαγριώνεται και αντιδρά».
Η
πρώτη φορά που ο Ορέστης μίλησε για τις κρίσεις πανικού ήταν όταν έκανε stand
up comedy, στην πρώτη του παράσταση, μπροστά σε είκοσι-τριάντα άτομα και δικούς
του ανθρώπους. Έμαθε ότι η κωμωδία πηγάζει από το δράμα και ότι ήταν πολύ σημαντικό
να καταφέρει να πει την αλήθεια του μέσα από την τέχνη, κάτι που εν τέλει τον
βοήθησε να ξεπεράσει τους φόβους του. Πώς θα περιέγραφε την καθημερινότητά του
με τις κρίσεις πανικού; Υπήρχαν πράγματα που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να κάνει ή
τα απέφευγε επειδή φοβόταν;
«Όπως
και για τους περισσότερους ανθρώπους που βιώνουν κρίσεις πανικού, όλα
συνοψίζονται στην παρακάτω πολύ βασική ανάγκη: “Φοβάμαι να χάσω τον έλεγχο”.
Οποιαδήποτε κατάσταση στην οποία δεν έχω τον έλεγχο μπορεί να με οδηγήσει σε
πανικό. Σε μια απλή για τον μέσο άνθρωπο κατάσταση, από την οποία δεν μπορώ να
ξεφύγω ή να τη σταματήσω με δική μου επιλογή, ξέρω ότι θα ζοριστώ. Για
παράδειγμα, ζορίζομαι πολύ στα μέσα μεταφοράς: μετρό, τρένο, αεροπλάνο, πλοίο.
Η ιδέα ότι είμαι κάπου και δεν μπορώ να διαφύγω, π.χ. σε ένα πλοίο στη μέση του
Αιγαίου, με δυσκολεύει. Μεταξύ δύο στάσεων του μετρό, που μπορεί, αντί για δύο
λεπτά, να χρειαστούν τρία λεπτά, εγώ μπορεί να ζοριστώ. Με τα αεροπλάνα δεν
νιώθω το ίδιο, γιατί φοβάμαι για τη ζωή μου μεν, αλλά ξέρω ότι δεν μπορώ να πω:
“Θέλω να κατέβω! Σας παρακαλώ σταματήστε!”»
0 Σχόλια