ΔΙΑΒΑΣΤΕ

6/recent/ticker-posts

Βραχεία Εντατική Δυναμική Ψυχοθεραπεία (ΒΕΔΨ)

 Συνοπτικά, η ΒΕΔΨ στοχεύει να αξιοποιήσει την θεραπευτική δύναμη των συναισθημάτων για να επιταχύνει τη θεραπευτική αλλαγή. Αν και στηρίζεται στις βασικές αρχές της Ψυχανάλυσης (δομικό και τοπογραφικό μοντέλο του S. Freud), διαφοροποιείται σημαντικά από αυτή. Μια από τις κυριότερες διαφορές της, είναι ότι ο ΒΕΔΨ ψυχοθεραπευτής είναι ιδιαίτερα ενεργός και πιεστικός στις συνεδρίες, προσπαθώντας να βοηθήσει το άτομο που βρίσκεται ακινητοποιημένο κάτω από τις δυσκολίες του να κάνει πέρα τις αντιστάσεις του και να βιώσει όλα τα συναισθήματά του.



Η ΒΕΔΨ όμως δεν δίνει τυχαία τόσο μεγάλη έμφαση στη βιωματική εμπειρία όλων των συναισθημάτων. Τα συναισθήματά μας είναι εγγεγραμμένα στο DNA μας και αποτελούν το εσωτερικό σύστημα καθοδήγησης, σαν ένα GPS, που μας λέει τι μας αρέσει και τι δεν μας αρέσει, πώς να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας όταν απειλούμαστε και ποιους νιώθουμε κοντά μας και αγαπάμε.

Αλλά αν τα συναισθήματα είναι εκεί για να μας καθοδηγήσουν, γιατί παλεύουμε μαζί τους με τόσους πολλούς τρόπους; Γιατί μαθαίνουμε να φοβόμαστε τα συναισθήματά μας, να τα αποφεύγουμε και τελικά να βάζουμε εμπόδια απέναντι στη βίωσή τους τα οποία δημιουργούν άγχος, κατάθλιψη, ψυχοσωματικά συμπτώματα και αυτο-καταστροφικές συμπεριφορές;

Η Θεωρία του Δεσμού

Στην πραγματικότητα, οι τρόποι που προσαρμοζόμαστε συναισθηματικά στο περιβάλλον μας αποτελούν μέρος του γενικότερου συστήματος της επιβίωσής μας, επιτρέποντάς μας να αντιμετωπίσουμε τραυματικά γεγονότα ή δύσκολες σχέσεις με τους φροντιστές μας.

Ως παιδιά, εξαρτιόμαστε από τους γονείς μας για πολύ περισσότερο χρόνο από τα υπόλοιπα είδη του ζωικού βασιλείου. Η επιβίωσή μας λοιπόν εξαρτάται από τη διασφάλιση ότι είμαστε ασφαλείς και προστατευμένοι μαζί τους. Αυτή η ασφάλεια και η προστασία όμως δεν αφορούν μόνο την ικανοποίηση των βιολογικών, αλλά και των συναισθηματικών μας αναγκών.

Σύμφωνα με τη Θεωρία του Δεσμού, για την ομαλή ψυχολογική και συναισθηματική του ανάπτυξη, το παιδί χρειάζεται μία στενή σχέση με ένα πρόσωπο πρωτογενούς φροντίδας και που συνήθως είναι το πρόσωπο της μητέρας. Μπορεί όμως να είναι πιο σπάνια ο πατέρας, μια γιαγιά ή μια μεγαλύτερη αδελφή – αδελφός, ή μια βρεφονηπιοκόμος.

Θα πρέπει αυτός ο φροντιστής να είναι αρκετά ώριμος ψυχικά για να μπορέσει το παιδί να πάρει μέσα του όλα τα ψυχικά εφόδια ώστε να κτίσει και να οργανώσει με συνεκτικό τρόπο τον εαυτό του. Αν συμβεί αυτό, τότε το παιδί θα νιώθει ικανό να σχετίζεται με τον εαυτό του και τους άλλους με έναν ώριμο και κατανοητό τρόπο, βιώνοντας όλα τα συναισθήματά του χωρίς να αγχώνεται υπερβολικά. 

Πότε δημιουργούνται οι ψυχικές δυσκολίες κατά ΒΕΔΨ;

Υπάρχουν περιπτώσεις όμως που η σχέση με το πρόσωπο της πρωτογενούς φροντίδας μπορεί να πληγεί από ψυχικούς τραυματισμούς όπως είναι η άσκηση σωματικής ή ψυχολογικής βίας με φωνές και παραμέληση ή υποτίμηση προς το παιδί από τα κοντινά του πρόσωπα. Επίσης, το παιδί μπορεί να βιώσει την απώλεια, λόγω θανάτου, διαζυγίου ή ασθένειας του προσώπου ή των προσώπων της πρωτογενούς φροντίδας.

Ο τραυματισμός ή τραυματισμοί αυτοί προκαλούν τη βίωση αρνητικών συναισθημάτων στο παιδί, όπως πόνο, θυμό, οργή ή μίσος, καθώς και ενοχές και λύπη για αυτά τα συναισθήματα. Αυτά τα συναισθήματα είναι επώδυνα και έντονα για να μπορέσει το παιδί να τα εμπεριέξει μόνο του με έναν σαφή και κατανοητό τρόπο στη ψυχική του συσκευή.

Αν λοιπόν δεν δοθεί επαρκής χρόνος και στήριξη ή δεν υπάρξει κάποια επανορθωτική εμπειρία η οποία θα βοηθήσει το παιδί να αποκαταστήσει τον δεσμό με το πρόσωπο ή τα πρόσωπα της πρωτογενούς φροντίδας ενσωματώνοντας κάποια θετικά συναισθήματα δίπλα στα αρνητικά που βιώνει, τότε το παιδί για να αντέξει τα δεύτερα (που πολλές φορές έχουν δολοφονική χροιά και κατευθύνονται προς ένα σημαντικό πρόσωπο της ζωής του), θα επιστρατεύσει για να διασφαλίσει την ψυχική και συναισθηματική «επιβίωσή» του κάποιους πρωτογενείς αμυντικούς μηχανισμούς (που στην ψυχοθεραπευτική γλώσσα ονομάζονται αντιστάσεις) και θα τα απωθήσει στο πίσω μέρος του μυαλού του, σε αυτό που ονομάζουμε δηλαδή ασυνείδητο. Αυτά στοιβάζονται εκεί κατά στρώματα εφόσον οι τραυματισμοί αυτοί συνεχίζονται.

Πολλές φορές όμως, δεν χρειάζεται απαραίτητα να έχει συμβεί ένα μείζον τραυματικό γεγονός για να αποφεύγουμε τη βίωση κάποιων δύσκολων και επώδυνων συναισθημάτων. Αν η έννοια της αυτοθυσίας έχει υψηλότερη αξία στην κλίμακα των οικογενειακών μας αξιών από την αυτό-εκπλήρωση, μαθαίνουμε από μικρή ηλικία να αγνοούμε όσα πραγματικά αισθανόμαστε ή θέλουμε.

Αν για παράδειγμα ένας γονέας δίνει υπερβολική αξία στις επιδόσεις μας και χαίρεται μαζί μας μόνο με τα επιτεύγματα μας, μαθαίνουμε σταδιακά ότι η επιτυχία είναι ο μόνος τρόπος για να αισθανθούμε καλά με τον εαυτό μας και να νιώσουμε ασφάλεια και αγάπη δίπλα του. Συνεπώς, μαθαίνουμε σταδιακά να προσαρμοζόμαστε στις προσδοκίες και τις συναισθηματικές ανάγκες του γονέα ώστε να παραμείνουμε «καλά», «άξια» και «αγαπητά» παιδιά και να πάρουμε την προσοχή, το νοιάξιμο, την επιβράβευση και τη φροντίδα που τόσο χρειαζόμαστε.

Παρόλο που αυτή η αυτοθυσία μπορεί να μας προσφέρει κάποια οφέλη στην παιδική ηλικία (π.χ. να μειώνει τις εντάσεις με τους γονείς), στην μετέπειτα περίοδο της ενηλικίωσης δημιουργεί δυσκολίες αφενός γιατί έχουμε καταπιέσει τα πραγματικά μας συναισθήματα και ανάγκες λόγω αυτής της συμμόρφωσης και αφετέρου γιατί αποδεχόμαστε με όρους και προϋποθέσεις τον εαυτό μας – κάτι που περιμένουμε να κάνουν και οι άλλοι καθώς σχετίζονται μαζί μας με αποτέλεσμα να μην αισθανόμαστε σχεδόν ποτέ ασφάλεια και ηρεμία στις σχέσεις μας με τους άλλους.

Λόγω αυτής της προσαρμοστικής συμπεριφοράς, τα μη αποδεκτά ή απαγορευμένα συναισθήματά μας (οργή, μίσος, λύπη, πόνος) μπορεί να φορτιστούν ξανά με τρομακτικό άγχος. Με σκοπό λοιπόν να αποφύγουμε ή να μειώσουμε αυτό το άγχος, αναπτύσσουμε και πάλι αμυντικούς μηχανισμούς που μπλοκάρουν την βίωση αυτών των συναισθημάτων. Επειδή αυτοί οι μηχανισμοί άμυνας βασίζονται κατά 90% στην άρρητη, ασυνείδητη μάθηση, συνήθως λειτουργούν πολύ κάτω από το ραντάρ της συνειδητής σκέψης.

Ένα μεγάλο μέρος αυτού που προσπαθεί να κάνει ο ΒΕΔΨ θεραπευτής λοιπόν είναι να φέρει αυτούς τους μηχανισμούς άμυνας σε επίγνωση και να καταδείξει όσο πιο ξεκάθαρα και παραστατικά μπορεί την μέχρι τώρα καταστροφικότητά τους ώστε ο θεραπευόμενος να στραφεί εναντίον τους και να τους κάνει στην άκρη. Αυτή είναι η αρχή για να μπορέσει σταδιακά το άτομο να έχει περισσότερο έλεγχο στις πράξεις και τις συναισθηματικές του αντιδράσεις.

Να σημειωθεί ότι δεν είναι ποτέ τα συναισθήματά μας αυτά που προκαλούν μια ψυχική δυσκολία, αλλά τα διάφορα εμπόδια που βάζουμε χωρίς να το καταλαβαίνουμε απέναντι στη βίωση αυτών των συναισθημάτων. Για παράδειγμα, το να θρηνούμε για μια απώλεια είναι τόσο φυσιολογικό όσο και η αναπνοή μας. Αλλά όταν μαθαίνουμε να αποφεύγουμε τη θλίψη μας χρησιμοποιώντας την εκλογίκευση ή την αδιαφορία, καταλήγουμε να βιώνουμε μια ανεξήγητη αίσθηση εσωτερικού κενού που αργότερα μπορεί να πλήττει έντονα την ψυχική μας ζωή.

Επίσης, το να νιώθουμε θυμό και να έχουμε την ικανότητα να διεκδικούμε τις επιθυμίες μας και να βάζουμε τα όριά μας είναι ένα απολύτως φυσιολογικό κομμάτι της ανάπτυξής μας, αλλά όταν αισθανόμαστε άγχος για την υπεράσπιση του εαυτού μας, μπορεί να υιοθετήσουμε μια παθητική στάση η οποία μας κάνει να παραμελούμε τις βασικές μας ανάγκες και να διατηρούμε μια αρνητική αυτο-εικόνα. 

Άγχος: Ο καθοδηγητικός μίτος του ΒΕΔΨ θεραπευτή

Το άγχος αποτελεί συνήθως ένα σινιάλο κινδύνου που δημιουργεί στο σώμα μια φυσιολογική νευρο-χημική και ορμονική αντίδραση για να ανταπεξέλθει σε κάποιον πιθανό εξωτερικό κίνδυνο ή απειλή. Η αντίδραση αυτή βιώνεται σωματικά και ψυχικά από όλους τους ανθρώπους σαν μια ένταση στο μυϊκό σύστημα η οποία προετοιμάζει το άτομο για κάποια δράση (φυγή ή πάλη).

Ωστόσο, στα άτομα που έχουν υποστεί σημαντικούς και συχνούς ψυχικούς τραυματισμούς στη βρεφική – παιδική τους ηλικία, το άγχος που παρατηρείται κατά τη διάρκεια μιας ΒΕΔΨ συνεδρίας είναι κυρίως ασυνείδητο και ενεργοποιείται από εσωτερικούς παράγοντες, όπως είναι τα απωθημένα συναισθήματα. Το ασυνείδητο άγχος μπορεί να εκδηλώνεται:

  1. Στους γραμμωτούς / εκούσιους μύες (π.χ. μυϊκή ένταση, σφίξιμο χεριών, αναστεναγμοί, πόνος στο στήθος, κοντανάσαιμα, κεφαλαλγία τάσης, πόνοι στο σαγόνι).
  2. Στους λείους μύες ή στο αυτόνομο νευρικό σύστημα (π.χ. γαστρεντερικές διαταραχές, άσθμα, βήχας, αίσθημα πνιγμονής, υπέρταση).
  3. Στο γνωστικό και αντιληπτικό σύστημα (π.χ. θολή όραση, απώλεια συγκέντρωσης, ακοής, μνήμης, νοητική σύγχυση, ψευδαισθήσεις, απώλεια συνείδησης).
  4. Σωματικές εκδηλώσεις – μετατροπή (π.χ. παράλυση, ακινησία άκρων, αλαλία).

Στα άτομα που έχουν τραυματιστεί ψυχικά σε κάποια τρυφερή ηλικία της ζωής τους, το άγχος αντί να κατευθύνεται και να βιώνεται από τους γραμμωτούς – εκούσιους μύες του, μπορεί να κατευθύνεται, να εκφράζεται και να βιώνεται από τα σπλάχνα τους (λείοι μύες) και πιο συχνά από το στομάχι, τα έντερα ή από τις αεροφόρους οδούς ή τα αγγεία τους.

Το αποτέλεσμα είναι να υποφέρουν από πόνους στο στομάχι τους ή γαστρίτιδες ή πεπτικά έλκη ψυχογενούς αιτιολογίας ή από συχνές διάρροιες ή δυσκοιλιότητα ή από ασθματικές καταστάσεις ή από ψυχογενή αρτηριακή υπέρταση ή ημικρανίες.

Σε άλλα άτομα με ακόμη πιο έντονη άνοδο του άγχους, αυτό μπορεί να επηρεάζει τη συγκέντρωση της σκέψης τους ή ακόμη και την λειτουργία της όρασής τους ή/και της ακοής (γνωστικό-αντιληπτικό σύστημα). Πιο σπάνια, το άγχος μπορεί να επιδρά και στις αισθήσεις, με αποτέλεσμα να βιώνουν μια θόλωση ή διάσπαση της σκέψης τους ή ακόμη και σταμάτημα αυτής, καθώς επίσης και θόλωση της όρασης, εμβοές ή παροδική μείωση της ακοής.

Συνεπώς, τα άτομα αυτά συναντούν μεγάλες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους όταν ανεβαίνει το άγχος τους, με αποτέλεσμα όχι μόνο να δυσφορούν έντονα, αλλά και να καθίστανται έντονα δυσλειτουργικά.

Επίσης, όταν αποφασίζουν να ξεκινήσουν ψυχοθεραπεία, ακόμα και να μην είναι ΒΕΔΨ, το άγχος τους ανεβαίνει σημαντικά δημιουργώντας τα παραπάνω προβλήματα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να λειτουργήσουν καλά και παραγωγικά μέσα στη διαδικασία. Έτσι, η ψυχοθεραπεία δεν μπορεί να προχωρήσει και να αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα.

Στη ΒΕΔΨ, ο θεραπευτής παρατηρεί τις εκδηλώσεις του άγχους στο σώμα του θεραπευόμενου και του μαθαίνει να κάνει το ίδιο και να ελέγχει το επίπεδο της ανόδου του από την αρχή. Αυτή η διαδικασία βοηθά το άτομο να βιώνει το άγχος του αποκλειστικά στους εκούσιους μύες του και όχι στα σπλάχνα του ή στον εγκέφαλό του.

Με άλλα λόγια το βοηθά να κτίσει την ικανότητά του να αντέχει ακόμη μεγαλύτερη άνοδο του άγχους του, χωρίς να παρουσιάζει τα ανωτέρω παθολογικά φαινόμενα και παράλληλα να διαπιστώνει τι συναισθήματα υπάρχουν κάτω από αυτό που το πυροδοτούν. Συνεπώς, στις ΒΕΔΨ συνεδρίες ενεργοποιούνται ταυτόχρονα διαφορετικές περιοχές του εγκεφάλου (μεταιχμιακό σύστημα και προμετωπιαίος φλοιός) – κάτι το οποίο επιφέρει μόνιμες χαρακτηρολογικές και νευροβιολογικές αλλαγές (Abbass, Town & Driesen 2013). 

Ασυνείδητη Θεραπευτική Συμμαχία vs. Αντιστάσεις

Στη ΒΕΔΨ, πέρα από την προσεκτική παρατήρηση και αποσαφήνιση της σύγκρουσης ανάμεσα στα συναισθήματα που προσπαθούν να αναδυθούν και το άγχος ή/και τις άμυνες που μπλοκάρουν την βίωσή τους, υπάρχει και μια άλλη μορφή σύγκρουσης μεταξύ της υγιούς πλευράς του θεραπευόμενο που θέλει να σπάσει τον φαύλο κύκλο της αυτό-τιμωρίας και της τιμωρητικής πλευράς η οποία θέλει να τον βλέπει να βασανίζεται εξαιτίας όλων αυτών των καταπιεσμένων συναισθημάτων που κουβαλά.

Αυτή η τιμωρητική πλευρά, από την μία προσπαθεί να ελέγξει αυτά τα επώδυνα συναισθήματα, ενώ από την άλλη προσπαθεί να σαμποτάρει τις προσπάθειες του θεραπευτή και της υγιούς πλευράς του θεραπευόμενου για μια αλλαγή σε μια πιο ανθρώπινη και ελεύθερη ζωή προβάλλοντας μεγάλη αντίσταση, ιδιαίτερα αν το άτομο έχει τραυματιστεί πολύ νωρίς στην ζωή του και αυτά τα συναισθήματα έχουν δολοφονική χροιά.

Το μέγεθος αυτής της αντίστασης φαίνεται να σχετίζεται με μια σειρά παραγόντων όπως η υποκείμενη ένταση των αναδυόμενων συναισθημάτων, η σοβαρότητα των συμπτωμάτων που δημιουργεί την πίεση για αλλαγή, τα χαρακτηρολογικά γνωρίσματα του ατόμου (π.χ. αντιθετικότητα, προκλητική συμπεριφορά) και ο βαθμός της αυτοκαταστροφικότητας του (Davanloo, 2005).

Στη ΒΕΔΨ, ο θεραπευτής εφαρμόζει μια σειρά από παρεμβάσεις και ενέργειες (Κεντρική Δυναμική Ακολουθία) που απαιτούνται για να φθάσουν μαζί με τον θεραπευόμενο να έχουν πρόσβαση στα ασυνείδητα συναισθήματα του τελευταίου.

Αυτό επιτυγχάνεται κύρια με την ανάδυση και βίωση από την πλευρά του θεραπευόμενου σύνθετων συναισθημάτων (θετικών και αρνητικών) προς τον θεραπευτή (Σύνθετα Μεταβιβαστικά Συναισθήματα), καθώς το άτομο από τη μια χαίρεται και εκτιμά τις προσπάθειες του θεραπευτή να τον βγάλει από τα αδιέξοδά του, αλλά από την άλλη δυσανασχετεί και θυμώνει με τον θεραπευτή που του ζητά να αφήσει στην άκρη όλες τις άμυνες και τις παθολογικές συμπεριφορές που χρησιμοποιούσε μέχρι σήμερα και τον βόλευαν στην αποφυγή των συναισθημάτων του.

Ο απώτερος στόχος αυτής της επίμονης εργασίας είναι να κινητοποιήσει και να απελευθερώσει την Ασυνείδητη Θεραπευτική Συμμαχία (ΑΘΣ), μια ιδιαίτερα σημαντική δύναμη στο ασυνείδητο του θεραπευόμενου που έχει τη δυνατότητα να καθοδηγήσει τη διαδικασία θεραπείας και η οποία αποτελεί τον σημαντικότερο παράγοντα για την έναρξη του ξεκλειδώματος του ασυνειδήτου (Lebaux, 2000). 

Οι Στόχοι της ΒΕΔΨ

Όπως αναφέρθηκε, στόχος του θεραπευτή και της θεραπείας είναι να βοηθήσει τον θεραπευόμενο να βιώσει όλα του τα συναισθήματα που απώθησε στην παιδική του ηλικία μέσα από τα τραύματα που υπέστη και συγχρόνως να κατανοήσει τους λόγους που δημιουργήθηκαν αυτά καθώς και το πώς επέδρασαν πάνω του.

Με άλλα λόγια, ο στόχος είναι να αποκτήσει το άτομο επίγνωση της εσωτερικής φυσιολογικής εμπειρίας όλων των συναισθημάτων του. Για παράδειγμα, ο θυμός θα πρέπει βιωθεί ως μια σωματική αίσθηση δύναμης και ενέργειας η οποία κινητοποιεί κάποια δράση.

Ο στόχος δεν είναι η εκδήλωση του θυμού μέσα από μια στιγμιαία εκφόρτιση (π.χ. φωνές και χτυπήματα) κάτι που συχνά παρερμηνεύεται ως βίωση του θυμού στην κοινή γλώσσα. Υπό το πρίσμα της ΒΕΔΨ, τέτοιες επιθετικές εκφορτίσεις δεν συγκαταλέγονται στη βίωση του θυμού, αλλά μάλλον αποτελούν εμπόδια απέναντι στη βαθιά επαφή με την υγιή φυσιολογική εμπειρία του θυμού.

Καθώς λοιπόν καταφέρνει το άτομο να γνωρίσει όλο το φάσμα των συναισθημάτων του, μαθαίνει να χρησιμοποιεί αυτά τα συναισθήματα με παραγωγικό τρόπο για να βελτιώνει την ζωή του και να ενισχύει την εγγύτητα με τους ανθρώπους που έχει επιλέξει να βρίσκονται σε αυτή. Συνειδητοποιεί ότι η αίσθηση ελευθερίας και ευημερίας έρχεται με την ικανότητα να βιώνει τα συναισθήματά του και όχι με την συνηθισμένη κατάσταση της αγνόησης και της προσπάθειας να τα ελέγξει.

Όπως έχει πει άλλωστε και ο Jon Frederickson: Αυτό από το οποίο τρέχεις είναι αυτό που χρειάζεσαι για να ξεκουραστείς. Αυτό που φοβάσαι είναι αυτό που χρειάζεται να αντιμετωπίσεις. Αυτό που αγνοείς είναι αυτό που χρειάζεται να το ακούσεις.

Πηγή: https://www.psychologynow.gr/

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια