Μέχρι πρόσφατα, στην ψυχιατρική και ψυχοθεραπεία ενηλίκων, ο
αυτισμός δεν αποτελούσε ιδιαίτερο θέμα ενδιαφέροντος. Πλέον γνωρίζουμε ότι η
διαταραχή φάσματος αυτισμού (ΔΑΦ) είναι μια δια βίου κατάσταση και ότι η
ψυχιατρική συννοσηρότητα, ιδιαίτερα σε ενήλικες με υψηλή λειτουργικότητα, είναι
ιδιαίτερα υψηλή. Βασική πρόθεση αυτού του άρθρου είναι η ευαισθητοποίηση του
κοινού και των ειδικών σχετικά με την ψυχική υγεία ενηλίκων με σύνδρομο
Asperger (ΣΑ) και Αυτισμό Υψηλής Λειτουργίας (ΑΥΛ).
Γράφει για το NOESI.gr η:
Δρ. Στέλλα Τσερμεντσέλη
Επίκουρη Καθηγήτρια Κλινικής & Αναπτυξιακής Ψυχολογίας
Department of Psychology, Social Work & Counselling, The University of
Greenwich, UK
Το σύνδρομο Asperger (ΣΑ) και ο Αυτισμός Υψηλής
Λειτουργίας (ΑΥΛ) είναι δύο αναπτυξιακές διαταραχές που εμπίπτουν στην
ευρεία κατηγορία των διαταραχών αυτιστικού φάσματος (ΔΑΦ) και
χαρακτηρίζονται από εξασθένιση της κοινωνικής επικοινωνίας, χωρίς σημαντικές
νοητικές δυσκολίες ή καθυστέρηση της γλώσσας στην περίπτωση του ΣΑ.
Πολλοί ενήλικες με ΣΑ/ΑΥΛ είτε έχουν διαγνωσθεί λανθασμένα
με κάποια ψυχική νόσο, χωρίς να ληφθεί υπόψιν ο αυτισμός ως πρωταρχική
διαταραχή, είτε έχουν απλώς χαρακτηριστεί ως «ιδιόμορφοι» ή «ξεχωριστοί».
Παρομοίως, αρκετοί ενήλικες με αυτισμό έχουν κάποιας μορφής ψυχική ασθένεια,
η οποία μπορεί να μη διαγνωστεί διότι πιστεύεται ότι είναι απλά ένα άλλο ένα
σύμπτωμα του αυτισμού.
Η διαφορική διάγνωση είναι σημαντική όχι μόνο για τη
διασφάλιση της κατάλληλης θεραπείας αλλά και για την αντιμετώπιση των
επιπτώσεων που προκαλούνται από ανακριβείς διαγνώσεις.
Η εμφάνιση ψυχικών διαταραχών συμβαίνει συχνά στην εφηβεία
και τη νεαρή ενήλικη ζωή, τη στιγμή που συμβαίνουν ταχείες αναπτυξιακές αλλαγές
και υπάρχουν αυξημένες κοινωνικές πιέσεις. Αυτό μπορεί να οδηγήσει τους γονείς
να πιστεύουν ότι τα νέα συμπτώματα είναι απλά μέρος του αυτισμού και όχι μια
ξεχωριστή πρόκληση, που χρειάζεται παρέμβαση. Η αντιμετώπιση των προβλημάτων
συμπεριφοράς σε εφήβους και ενήλικες με ΣΑ/ΑΥΛ έτσι κι αλλιώς αποτελεί πρόκληση
και η παρουσία συνοδών ψυχιατρικών συμπτωμάτων μπορεί να επιδεινώσει τη
συμπεριφορική δυσκινησία. Επίσης, τα άτομα με ΣΑ/ΑΥΛ μπορεί να παρουσιάζουν
δυσκολία στην περιγραφή των συναισθημάτων τους, γεγονός που καθιστά
δυσκολότερη τη διαφορική διάγνωση.
Παρά τις προανααφερθείσες δυσκολίες, πρόσφατες
μελέτες αναφέρουν υψηλά ποσοστά κατάθλιψης, αγχώδων και ψυχωσικών διαταραχών σε
ενήλικες με ΣΑ/ΑΥΛ. Η μελέτη των Hofvander et al. (2009),
αναφέρει ότι το 53% των ενήλικων ασθενών με ΣΑ/ΑΥΛ πάσχουν από κατάθλιψη, 50%
από αγχώδεις διαταραχές, 24% από ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή (ΙΨΔ) και
12% από κάποια ψυχωσική διαταραχή. Άλλοι συγγραφείς επίσης αναφέρουν παρόμοια
ευρήματα με ποσοστό ψυχιατρικής συνοσηροτητας σε άτομα με ΑΣ/ΑΥΛ εως και 78% (Lehnhardt
et al., 2012).
Πιο συγκριμένα, η μελέτη των Lugnegard, Hallerbäck
και Gillberg (2011) έδειξε ότι η πλειοψηφία ατόμων με ΣΑ/ΑΥΛ
θα παρουσιάσουν τουλάχιστον ένα επεισόδιο μείζονος κατάθλιψης κατά τη διάρκεια
της ζωής τους. Μια πολύ μεγάλη ομάδα ατόμων, επίσης, θα
αντιμετωπίσει χρόνια κατάθλιψη που μπορεί να είναι ιδιαίτερα εξουθενωτική.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η κατάθλιψη ή / και το άγχος ανακύπτει στο πλαίσιο
χρόνιων, συχνά δύσκολων, αντιληπτών διαπροσωπικών ή επαγγελματικών συγκρούσεων
προφανώς ως συνέπεια της κακής κοινωνικής αντίληψης των ατόμων με
αυτισμό. Επίσης, οι γνωστικές αντισταθμιστικές στρατηγικές (δηλαδή, η διατήρηση
της βλεματικής επαφής, η οργάνωση ή η εκτέλεση διαλόγου) μπορεί να οδηγήσουν σε
ψυχική εξουθένωση και, κατά συνέπεια, σε συμπτώματα κατάθλιψης.
Μια άλλη τεκμηριωμένη συσχέτιση είναι αυτή μεταξύ
ΣΑ/ΑΥΛ και ιδεοψυχαναγκαστικής διαταραχής (ΙΨΔ). Είναι δύσκολο να διακριθεί
κατά πόσο οι ιδεοψυχαναγκαστικές συμπεριφορές είναι έκφραση μιας συνοδού ΙΨΔ ή
αν θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ως αναπόσπαστο μέρος των συμπτωμάτων ΣΑ/ΑΥΛ. Τα
άτομα με ΑΣ/ΑΥΛ τείνουν να εστίαζουν σε συγκεκριμένους τομείς ενδιαφέροντος,
ενώ η καταναγκαστική πλευρά της διαταραχής προέρχεται από μια αυστηρή και
καθορισμένη ρουτίνα δραστηριοτήτων που, γενικά, δεν έχουν πραγματική
λειτουργική αξία. Αυτό από μόνο του δεν αποτελεί ΙΨΔ σύμφωνα με το DSM 5 (APA,
2013). Αυτό που πρέπει να αναζητήσουν οι ειδικοί ψυχικοί υγείας στα άτομα με
ΣΑ/ΑΥΛ είναι τις ιδεοληπτικές και καταναγκαστικές συνήθειες που
προκαλούν άγχος και τις οποίες το άτομο θα ήθελε να διορθώσει (Gaus,
2007). Επιπλέον, τα φάρμακα που είναι αποτελεσματικά στη θεραπεία της ΙΨΔ στο
γενικό πληθυσμό έχουν βρεθεί ότι είναι χρήσιμα σε ορισμένους ασθενείς με
αυτισμό, ειδικά στον έλεγχο των τελετουργικών συμπεριφορών.
Ο αυτισμός θεωρούνταν για πολλά χρόνια ως μια μορφή πρόωρης
ψύχωσης. Σήμερα, γνωρίζουμε ότι ο αυτισμός αποτελεί ξεχωριστή
διαταραχή, παρολαυτά δεν υπάρχουν αρκετές μελέτες που να διερευνούν τη
συσχέτιση μεταξύ ψυχωτικών συμπτωμάτων και αυτισμού.
Είναι πιθανό τα άτομα με ΑΣ/ΑΥΛ να έχουν χαρακτηριστικά,
που μπορούν να οδηγήσουν σε εσφαλμένη διάγνωση σχιζοφρένειας,
διπολικής διαταραχής ή διαταραχών προσωπικότητας.
Συγκεκριμένα, συμπτώματα αυτισμού, όπως:
- η
παράξενη ιδιοσυγκρασιακή συμπεριφορά,
- η
φτωχή συναισθηματική έκφραση και
- οι
αντιληπτικές παραμορφώσεις,
ιδιαίτερα σε αγχώδεις καταστάσεις, μπορεί να οδηγήσουν σε
εσφαλμένη διάγνωση σχιζοφρένειας.
Επίσης, η τυπική αντίδραση αυτιστικού στρες με αισθητηριακή
υπερφόρτωση, η αποσπασματική απόσυρση από την τρέχουσα κατάσταση, η μειωμένη
ευαισθησία στον πόνο και η αυτοτραυματική συμπεριφορά σε μια προσπάθεια
ρύθμισης του άγχους μπορεί να διαγνωστεί λανθασμένα ως διαταραχή
οριακής προσωπικότητας.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ένα εμπεριστατωμένο ιστορικό
με έμφαση στα συγκεκριμένα αναπτυξιακά συμπτώματα του αυτισμού μπορεί να
οδηγήσει σε καλύτερη κατανόηση του «άτυπου χαρακτήρα» της συνυπάρχουσας ψυχικής
ασθένειας.
Τι πρέπει να γνωρίζουν οι ειδικοί ψυχικής υγείας
Επειδή η ευαισθητοποίηση σχετικά με τον αυτισμό αυξάνεται,
είναι λογικό πολλά παιδιά με ΣΑ/ΑΥΛ να έχουν ήδη διαγνωστεί. Στην περίπτωση των
ενηλίκων, ωστόσο, αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Σε περιπτώσεις όπου ένας ασθενής
εμφανίζεται σε ένα πλαίσιο ψυχικής υγείας με κύριο αίτημα ψυχιατρικά προβλήματα
και δεν παρουσιάζεται επίσημη διάγνωση, αλλά υπάρχει υποψία για ΣΑ/ΑΥΛ,
υπάρχουν σαφείς δείκτες που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη στήριξη της
διάγνωσης.
- Έχει
βλεμματική επαφή το άτομο;
- Η
ομιλία του είναι συναισθηματική ή ιδιοσυγκρασιακή;
- Μήπως
η συζήτηση των συναισθημάτων μπερδεύει, φοβίζει ή εξοργίζει το άτομο;
- Παρουσιάζει
επίπεδο συναίσθημα;
- Μήπως
το άτομο επανειλημμένα επαναφέρει στη συζήτηση ένα και μόνο μη σχετικό
θέμα;
Η απόκτηση οικογενειακού ιστορικού αποτελεί
"κλειδί" για την επιβεβαίωση της διάγνωσης ΣΑ/ΑΥΛ. Εφόσον ο αυτισμός
έχει γενετικές ρίζες, συχνά υπάρχει ένα μέλος της οικογένειας που
μπορεί να μην έχει επίσημα διαγνωστεί, αλλά να θεωρήθηκε ότι ήταν
"περίεργο".
Επιπλέον, η εξέταση της πρώιμης παιδικής ανάπτυξης μπορεί να
είναι χρήσιμη.
- Μήπως
το άτομο άργησε να μιλήσει ως παιδί;
- Μήπως
δυσκολεύτηκε να κάνει και να διατηρήσει φιλίες;
- Ήταν
ως παιδί συχνά απορροφημένο σε μοναχικό παιχνίδι;
Καθώς ο αυτισμός μπορεί επίσης να προκαλέσει έλλειψη
ικανοτήτων κινητικότητας και αισθητηριακά ζητήματα, οι ερωτήσεις σχετικά με
αυτές τις δεξιότητες μπορούν, επίσης, να βοηθήσουν.
Στο ψυχοθεραπευτκό πλαίσιο, η ψυχαναλυτική προσέγγιση για
την αντιμετώπιση ψυχιατρικών διαταραχων σε ενήλικες με ΣΑ/ΑΥΛ δε συνιστάται. Σε
αυτούς τους ασθενείς προτείνεται η εφαρμογή της Γνωσιακής Συμπεριφορικής
Θεραπείας (Gaus, 2007· 2011). Η Γνωσιακή Συμπεριφορική
Θεραπεία μπορεί να βοηθήσει ενήλικες με ΣΑ/ΑΥΛ σε θέματα ψυχικής υγείας, να
υποδείξει θετικές κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και να διδάξει την ικανότητα να
μπορεί να διαβάζουν κοινωνικές ενδείξεις.
Για παράδειγμα, χρησιμοποιώντας ασκήσεις, μπορείτε να
δείξετε φωτογραφίες και να βοηθήσετε ένα άτομο με ΣΑ/ΑΥΛ να συντονιστεί σε
συγκεκριμένα συναισθήματα. Οι ασκήσεις μπορούν επίσης να διδάξουν στους
θεραπεύομενους πώς να εμπλακούν σε θετικές αλληλεπιδράσεις με άλλους και να
διατηρήσουν και να διευκολύνουν μια συνομιλία. Καθώς οι δεξιότητες
βελτιώνονται, το άγχος που δημιουργείται από την προσπάθεια να
"ταιριάξουν" στον νευροτυπικό κόσμο μειώνεται σημαντικά, όπως
αναφέρει η Temple Grandin στο βιβλίο της «Η περισσότερη γνώση
με κάνει να ενεργώ πιο φυσιολογικά» (Grandin, 1996).
Όταν εργάζεστε με ενήλικες που έχουν ΑΣ/ΑΥΛ, είναι σημαντικό
να γνωρίζετε ότι η θεραπευτική συμμαχία θα χρειαστεί περισσότερο χρόνο
για να καθιερωθεί και ότι θα καθιερωθεί διαφορετικά. Υπάρχουν
αρκετοί λόγοι για αυτό, με το σημαντικότερο να είναι ότι τα άτομα με ΑΣ/ΑΥΛ δεν
μπορούν να επικοινωνήσουν τον λόγο για την έναρξη της θεραπείας. Τα άτομα με
ΑΣ/ΑΥΛ μπορεί να φαίνονται συγκρατημένα, μπορεί να μη μιλήσουν ή να περιγράψουν
πράγματα για τον εαυτό τους χωρίς να δείξουν συναίσθημα. Αυτό μπορεί να
προκαλέσει πίεση στην απόκτηση της θεραπευτικής συμμαχίας και να χρειαστεί
περισσότερο χρόνο για να κατακτηθεί εμπιστοσύνη, όπως και να κατανοηθούν
οι ανάγκες και οι επιθυμίες του θεραπευόμενου.
Καθώς ο αυτισμός αποτελεί πλέον μια "δημοφιλή"
διαταραχή, οφείλουμε να μελετήσουμε τις ανάγκες των ατόμων με αυτισμό. Υπάρχουν
πολυάριθμοι οργανισμοί υποστήριξης, που αποτελούν ανεκτίμητες πηγές τόσο για
τον αυτιστικό πληθυσμό όσο και για όσους προσπαθούν να βοηθήσουν, να
συμμετάσχουν και να δώσουν τη δυνατότητα στα αυτιστικά άτομα να επιτύχουν
την καλύτερη δυνατή ενσωμάτωση. Πολλές από αυτές τις οργανώσεις προσπαθούν να
ευαισθητοποιήσουν την κοινωνία να δεχτεί τις διαφορές των ατόμων με
αυτισμό, αντί να προσπαθεί να τους "κανονικοποιήσει". Ίσως, τελικά,
το πιο σημαντικό συστατικό για την μείωση των ψυχικών δυσκολιών των ατόμων
με αυτισμό να είναι η παροχή βοήθειας για την αποδοχή της
διάγνωσης και των πλεονεκτημάτων που μπορεί φέρει αυτή η
διάγνωση.
0 Σχόλια