Συνήθως οι άνθρωποι εγκληματούν όταν η ευχαρίστηση που ακολουθεί την πράξη τους είναι μεγαλύτερη από τη δυσαρέσκεια.
Έχουν, όμως, όλοι οι άνθρωποι ίσες πιθανότητες να εγκληματήσουν ή υπάρχουν κάποιοι προγνωστικοί παράγοντες που διαμορφώνουν συνδυαστικά το προφίλ ενός εγκληματία;
Εξιχνίαση ενός εγκλήματος
Αξίζει κατ’ αρχήν, να αναφερθεί η άποψη του Κarl Marx για το έγκλημα.
Ο ίδιος θεώρησε πως το καπιταλιστικό σύστημα οφείλεται για τη γέννηση των εγκληματιών και υπονόησε πως η λανθασμένη κατανομή του πλούτου οδηγεί σε επιθετικότητα των μαζών γι’ αυτό βλέπουμε λαούς που έχουν χαμηλότερα εισοδήματα και ζουν στο όριο της φτώχειας να εγκληματούν συχνότερα.
Οι γενικές συνθήκες που συνήθως εξετάζονται από τους εγκληματολόγους για την εξιχνίαση ενός εγκλήματος είναι η πόλη διαμονής και το κλίμα, ενώ οι ατομικές συνθήκες εξετάζουν το φύλο, την ηλικία, τους εθισμούς πάσης φύσεως, το επίπεδο μόρφωσης, το οικογενειακό περιβάλλον και την ψυχική κατάσταση.
Η αλληλενέργεια αυτών των παραγόντων είναι πολύ πιθανό να οδηγήσει στο έγκλημα. Ωστόσο, τα χαρακτηριστικά είναι πολλά και διαφορετικά και δεν ταξινομείται ένα μόνο είδος εγκληματία. Υπάρχουν οι ψυχικά διαταραγμένοι, οι τοξικομανείς, με εγκεφαλική βλάβη, αυτοί που διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα, εγκλήματα πάθους κτλ.
Προγνωστικοί παράγοντες
Όσον αφορά τους κατά συρροή εγκληματίες, είναι σαφές πως αδυνατούν να διακρίνουν τη σημασία καλού και κακού.
Έχουν δηλαδή διαστρεβλωμένη ηθική και με την εγκληματική πράξη στοχεύουν στην αναγνώριση της ύπαρξής τους. Γι’ αυτό, πολλοί αρνούνται να δηλώσουν ένοχοι για τις πράξεις τους και αν τους δοθεί η ευκαιρία ακόμα και μέσα στο αυστηρά επιτηρούμενο ίδρυμα κράτησης, θα επαναλάβουν την εγκληματική πράξη.
Υπάρχουν, ωστόσο, κάποια στοιχεία στην εγκληματική συμπεριφορά που εντείνουν το ενδιαφέρον των επιστημόνων και θεωρούνται πολύ σημαντικά προκειμένου να κατανοηθεί το προφίλ του εγκληματία.
Είναι, λοιπόν, πολύ πιθανό οι ενήλικες που εγκλημάτησαν να ήταν παιδιά με προβλήματα συμπεριφοράς και ροπή στην εγκληματικότητα, να αδυνατούσαν να συνάψουν φιλικές σχέσεις με συμμαθητές, να αρνούνταν να τηρήσουν τους κανόνες του σχολικού περιβάλλοντος να αποβάλλονταν συχνά από αυτό και να είχαν κάποιο ιστορικό μικρο- εγκλημάτων.
Επίσης, οι εγκληματίες συνήθως διευκολύνονται στη διάπραξη του εγκλήματος υπό συγκεκριμένες περιπτώσεις όπως παραδείγματος χάριν: όταν το άλλο άτομο είναι ψυχοπνευματικά άρρωστο ή σε κατάσταση μέθης, όταν είναι ηλικιακά ανώριμο και όταν έχουν κάνει οι ίδιοι χρήση ναρκωτικών.
Σε άλλες πάλι περιπτώσεις, τα ψυχολογικά οφέλη μπορούν να αποτελέσουν ισχυρό κίνητρο για την εγκληματική πράξη, δηλαδή όταν η επιδοκιμασία των σημαντικών άλλων είναι άμεση και ιδιαίτερα ωφέλιμη για το άτομο κάτι που βελτιώνει την αυτοεκτίμησή του και κάτι που παρατηρούμε συνήθως στις μικρότερες ηλικίες και σε εγκλήματα που διαπράττονται από ομάδες.
Αιτιογένεια του εγκλήματος
Η βία, μπορεί να απορρέει από κάποια ψυχική ασθένεια όπως π.χ. η σχιζοφρένεια, μπορεί απλά να εκδηλώνεται ως ανάγκη για επιβίωση αλλά μπορεί να έχει και βιολογικές ρίζες. Η αλήθεια όμως είναι πως σήμερα έχει σταματήσει να απασχολεί τους επιστήμονες η αιτιολογία της εμφάνισης των εγκλημάτων: αν δηλαδή αυτά είναι έμφυτα ή επίκτητα.
Κι αυτό γιατί έχει πολύ μεγαλύτερη σημασία ο έλεγχος της βίας και η πρόληψη της εκδήλωσης νέων εγκλημάτων.
Γενικά, θεωρείται πως η διάπραξη ή μη ενός εγκλήματος εξαρτάται από ένα σύνολο μόνιμων ψυχικών διαθέσεων που διαμορφώνονται υπό την επίδραση ενδογενών και εξωγενών παραγόντων.
Όσο πιο χρόνια και επαναληπτική είναι η εγκληματική συμπεριφορά, τόσο πιθανότερο είναι να συναντήσουμε ένα άτομο ψυχικά άρρωστο ενώ η περιστασιακή εγκληματική συμπεριφορά οφείλεται συνήθως σε περιβαλλοντικούς λόγους και μπορεί να την εμφανίσει κάθε υγιές άτομο.
Επίσης, είναι πολύ πιθανό, γονείς που έχουν εγκληματήσει να δουν και το παιδί τους να εγκληματεί, κάτι που υποστηρίζει την άποψη περί εκμάθησης της εγκληματικής συμπεριφοράς.
Μπορεί να προληφθεί μια εγκληματική πράξη;
Για να απαντηθεί η παραπάνω ερώτηση πρέπει να εξεταστεί η ηλικία του ατόμου που εγκλημάτησε. Όσο μικρότερη, τόσο ευκολότερη και αποτελεσματικότερη η παρέμβαση. Όταν εξετάζουμε ένα παιδί που έχει εγκληματήσει, τότε θα πρέπει να ανιχνεύσουμε τα είδη των αντικοινωνικών συμπεριφορών που αυτό έχει εκτεθεί.
Επίσης, επιβάλλεται η συνεργασία με το σχολικό περιβάλλον και αυτό που έχει πρωταρχική σημασία είναι η θεραπεία στους γονείς πρώτα και μετά στο παιδί.
Γιατί, οι γονείς αποτελούν σε αυτή την περίπτωση λανθασμένα πρότυπα που δεν επικοινωνούν στο παιδί θετικές κοινωνικές συμπεριφορές με αποτέλεσμα αυτό να μην μπορεί να αλληλεπιδράσει με τους συνομηλίκους του, να οδηγείται στην ματαίωση και κατά συνέπεια να γίνεται επιθετικό.
Από την άλλη μεριά, όσον αφορά τους ενήλικες εγκληματίες, η υποτροπή τους σε εγκληματικές συμπεριφορές εξαρτάται κυρίως από την σωφρονιστική πολιτική του ιδρύματος κράτησης αλλά και από τη δυναμική του προγράμματος επανένταξης που θα τους προσφέρει η πολιτεία όταν αποφυλακιστούν.
Κλείνοντας, αξίζει να υπογραμμιστεί η περίφημη φράση του Lemert ότι: «Δεν είναι τελικά η παρέκκλιση που οδηγεί στον κοινωνικό έλεγχο, αλλά ο κοινωνικός έλεγχος ο ίδιος οδηγεί στην παρέκκλιση».
Αυτό σημαίνει πως, όσο πιο αυταρχικά και περιοριστικά είναι τα μέτρα των φυλακών προς τους κρατουμένους, η εγκληματικότητα θα αυξάνεται και άτομα που εγκληματούν ξανά θα το κάνουν όχι επειδή είναι φύσει εγκληματίες αλλά επειδή η πολιτεία δεν μερίμνησε για την ομαλή επανένταξή τους.
Πηγή: https://www.psychology.gr/
0 Σχόλια