ΔΙΑΒΑΣΤΕ

6/recent/ticker-posts

Συραγώ Τσιάρα: «Δεν θέλω η Πινακοθήκη να είναι ένα εσωστρεφές σύστημα»

  

 

Facebook Twitter«Παρακολουθώ πολύ συχνά τους επισκέπτες της Πινακοθήκης, τι βλέπουν, τι τους αρέσει και πού στέκονται». 


Με τη νέα διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης - Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου, Συραγώ Τσιάρα, συναντιόμαστε λίγους μήνες αφότου ανέλαβε τα καθήκοντά της. Παλιά γνώριμη από τη θητεία της στη διεύθυνση δημόσιων μουσειακών οργανισμών της Θεσσαλονίκης και από τη συνεργασία της με το ΕΜΣΤ, η έμπειρη ιστορικός τέχνης και επιμελήτρια με πολυετή εμπειρία στη διαχείριση συλλογών έργων ελληνικής και διεθνούς τέχνης μιλά στη LiFO για την επόμενη σελίδα της Πινακοθήκης και τον ρόλο της στο παρόν και στο μέλλον της, όπως το οραματίζεται.

Η Πινακοθήκη, την Κυριακή που περιμέναμε την κακοκαιρία «Εύα», είχε 4.000 επισκέπτες. Τι συναισθήματα γεννά αυτή η προσέλευση;
Μεγάλη χαρά και ευγνωμοσύνη γιατί ανέλαβα τη διεύθυνση μιας Πινακοθήκης που έχει κατακτήσει ήδη κάτι που αντίστοιχα μουσεία παλεύουν χρόνια, δεκαετίες. Αυτός είναι ο στόχος γενικά, να αυξάνουμε την επισκεψιμότητα και να μας αγαπάει το κοινό. Από κει και πέρα, πρέπει να συντηρήσω αυτή την κατάσταση, να τη διευρύνω και να εμβαθύνω σε αυτήν. Τις ημέρες της πολιτιστικής κληρονομιάς είχαμε εξίμισι χιλιάδες επισκέπτες και ξέρω ότι οι ουρές αυτές είναι κληρονομημένες. Σε αυτό το σημείο έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο η πολιτική της προκατόχου μου, η οποία αγαπούσε πολύ την ιδέα η τέχνη να έρχεται κοντά στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Η προσέλευση είναι ενθαρρυντική, παρά το γεγονός ότι υπάρχει ένα κενό δέκα ετών στη σχέση κοινού και Πινακοθήκης.
Αυτό είναι αλήθεια, όπως και ότι η επικοινωνιακή πολιτική της Πινακοθήκης θέλει δουλειά. Όντως, εδώ υπάρχει μια αντίφαση, δεν κάναμε συστηματικά αυτά που ορίζει το σύγχρονο μουσειακό μάνατζμεντ, ωστόσο ο κόσμος αγαπάει σε πολύ μεγάλο βαθμό την Πινακοθήκη. Έβλεπα και το καλοκαίρι, τις καθημερινές και τα Σαββατοκύριακα, ότι είναι προορισμός για νέους ανθρώπους, οικογένειες και φίλους. Είναι σε όλες τις ηλικίες αγαπητή.

Αυτή η αγάπη του κόσμου γεννά προσδοκίες και ανησυχία ίσως;

Θα ήθελα να κάνουμε ό,τι μπορούμε όλοι μαζί ώστε η εμπειρία της επίσκεψης να είναι ολοκληρωμένη και θετική για το κοινό. Μπορεί να μην αρέσει κάτι από τις εκθέσεις που παρουσιάζουμε, ακόμα και να υπάρξει κριτική, κάτι που θεωρώ σημαντικό, αλλά την εμπειρία τη βλέπω συνολικά, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τα πρακτικά ζητήματα: το αν θα υπάρχει η δυνατότητα και η ευκαιρία συνομιλίας με ξεναγούς, ανθρώπους που ξέρουν τις συλλογές και τις εκθέσεις, το πώς θα είναι το καφέ, οι όροι ασφαλείας, αν το προσωπικό είναι επαρκές και έτοιμο ώστε να ανταποκριθεί στις ανάγκες ενός μουσείου με τέτοια επισκεψιμότητα. Αυτή είναι η ανησυχία μου.

Η ασφάλεια;
Όταν ήρθα, το πρώτο που επισκέφθηκα ήταν το control room για να δω ότι δουλεύουν όλες οι κάμερες και καλύπτουν τα πάντα, αν ο αριθμός των ανθρώπων που είναι στη φύλαξη είναι επαρκής και να φροντίσω όσο μπορώ να έχουν μια σταθερή σχέση εργασίας. Ό,τι μπορούμε, θα το βελτιώσουμε. Είναι πολλά αυτά που πρέπει να λαμβάνει κανείς υπ’ όψιν γιατί έχει ευθύνες απέναντι στα έργα, στους εργαζόμενους και στο κοινό. Η επίβλεψη πρέπει να είναι συνεχής. Είναι σε καλό επίπεδο οι κτιριακές υποδομές, αλλά χρειάζεται φροντίδα και επαγρύπνηση, ακόμα και για τα σχέδια αντιμετώπισης κινδύνων.

Ανησυχία για το πώς θα πάνε τα πράγματα από δω και στο εξής υπάρχει;
Πραγματική ανησυχία ως προς το πώς θα πάει από δω και πέρα η επισκεψιμότητα και η ανταπόκριση των εκθέσεων δεν έχω ακριβώς, γιατί η σκέψη μου είναι να κάνω τη δουλειά όσο πιο σωστά και οργανωμένα γίνεται, να σχεδιάσω ένα καλλιτεχνικό και εκπαιδευτικό πρόγραμμα που να αφορά διαφορετικές κατηγορίες κοινού. Πάντως γενικά είμαι αισιόδοξη.

Μιλάς για τα έργα, το προσωπικό και το κοινό. Σε ποια σειρά θα τα έβαζες;
Είναι δύσκολο να τα βάλω σε μια αξιολογική σειρά. Είναι πολύ σημαντική και η εκπαίδευση των ανθρώπων και τα εργασιακά τους δικαιώματα, γιατί έτσι δημιουργούνται οι σωστές προϋποθέσεις για τη φροντίδα των έργων και έτσι επιτελείται ο ρόλος της Πινακοθήκης, δηλαδή η υποστήριξη των συλλογών μας, ο εμπλουτισμός τους, η μελέτη και η συντήρησή τους. Προφανώς, ο στόχος μας είναι τα έργα, αλλά για να γίνει αυτό χρειάζεται υποστηρικτικό υλικό, τεχνολογία και χρήματα.

Εσύ θα βγεις από το γραφείο σου να κάνεις ξεναγήσεις στο κόσμο; Σε ενδιαφέρει αυτή η σχέση;

Ήδη το έχω ξεκινήσει, λίγο άτυπα, και μου αρέσει πολύ. Θέλω να κατακτήσω ένα επίπεδο εμπειρίας πιο ώριμο, γιατί τις συλλογές τις βλέπω και τις διαβάζω όπως είναι εκτεθειμένες, αλλά θέλω να γνωρίσω όλο τον πλούτο της συλλογής μας πιο ουσιαστικά. Οι ξεναγήσεις είναι κάτι που αγαπάω, έτσι κι αλλιώς το έχω κάνει παλιότερα. Με τροφοδοτούν οι εντυπώσεις που έχουν οι άλλοι και οι συζητήσεις που κάνουμε, οπότε θα το κάνω πιο συστηματικά.

Θέλω να πάμε στη Λάρισα, τον γενέθλιο τόπο σου, και στις ελληνικές σπουδές σας, να συστηθούμε.
Γεννήθηκα στη Λάρισα, ο πατέρας μου ήταν αγρότης, η μητέρα νοικοκυρά. Ήθελα να σπουδάσω Ιστορία. Τότε υπήρχε ένα βιβλίο, που έμεινε λίγο στην εκπαίδευση, ήταν δύσκολο, η Εισαγωγή στις ιστορικές σπουδές». Μου κίνησε το ενδιαφέρον γιατί μας έβαζε στην «κουζίνα» της ιστοριογραφίας, κάτι που δεν είχα ξανασυναντήσει. Οι «καλές μαθήτριες» εκείνη την εποχή πηγαίναμε Φιλοσοφική ή Νομική, εγώ κατέληξα στο Ιστορικό - Αρχαιολογικό γιατί ήθελα να μάθω περισσότερα για την Ιστορία.

 Είχες, νομίζω, ένα πολύ καλό τμήμα τότε στη Θεσσαλονίκη.

Ναι, ήμασταν τυχεροί. Είχαμε ένα τμήμα Ιστορίας της Τέχνης με πέντε καθηγητές, κάτι που ήταν τρομερό προνόμιο, γιατί ο καθένας είχε την προσέγγιση και την οπτική του. Θυμάμαι, ο Κωτίδης μας έκανε μια εισαγωγή στην Κοινωνική Ιστορία της Τέχνης και σιγά σιγά κατάλαβα ότι αυτό με ενδιέφερε να σπουδάσω. Παράλληλα, είχαμε πολύ καλούς ιστορικούς και κοινωνικούς ανθρωπολόγους, καθηγητές από τη διδασκαλία των οποίων πήρα πολλά.

Και πώς έγινε αυτή τη μετάβαση σε αυτό που σήμερα είναι το επάγγελμά σου;
Πολύ φυσικά, γιατί μου αποκαλύφθηκε ένας ολόκληρος κόσμος μέσα από αυτές τις σπουδές. Υπήρχαν μαθήματα από τα οποία καταλάβαινα ότι η τέχνη δεν είναι αποκομμένη ούτε από την εποχή της, ούτε από την κοινωνία που δημιούργησε τους καλλιτέχνες, ούτε από τις συνθήκες παραγωγής, ότι για να κατανοήσω ένα έργο τέχνης θα έπρεπε να το δω μέσα στο περιβάλλον του.

Είχαμε την κλασική διδασκαλία της τέχνης, το εγκυκλοπαιδικό του πράγματος, που ήταν πολύ χρήσιμο, ακόμα και αν σήμερα κάπως το παραμερίζουμε, και έτσι άρχισα να έρχομαι σε επαφή με την ελληνική ζωγραφική. Θυμάμαι, ερχόμουν στην Εθνική Πινακοθήκη ως φοιτήτρια για να βλέπω από κοντά τους πίνακες για τους οποίους μιλάγαμε στα μαθήματα. Σιγά σιγά άρχισα να βλέπω ότι και ο κινηματογράφος και οι άλλες τέχνες μπορεί να είναι παράλληλες πηγές ανάγνωσης μιας εποχής, αλλά να έχουν και αυτόνομη αξία. Αποφάσισα ότι ήθελα να συνεχίσω τις σπουδές μου στην τέχνη, ήθελα να μάθω περισσότερα για τη θεωρία και τη μεθοδολογία της τέχνης, για το πώς θα μπορούσα να την κατανοώ καλύτερα και να την εντάσσω στο πλαίσιο της εποχής της. Όταν αποφάσισα να κάνω μεταπτυχιακό, έκανα μία αίτηση μόνο, στο Λιντς, που είχε το πρόγραμμα σπουδών που με ενδιέφερε, και είμαι τυχερή γιατί οι γονείς μου με υποστήριξαν ακόμα και αν δεν καταλάβαιναν τι ακριβώς ήθελα. Απλώς έβλεπαν τη δίψα μου.

Έκανες ένα μεταπτυχιακό στον ελληνικό οριενταλισμό. Υπάρχει κάποιο έργο στην Πινακοθήκη με το οποίο είχες συνδεθεί;

Θα σου μιλήσω για τη «Λεία» του Θεόδωρου Ράλλη που με είχε απασχολήσει πολύ, με αυτόν τον πίνακα είχα την πιο ισχυρή σύνδεση πριν έρθω στην πινακοθήκη. Όταν έκανα το μεταπτυχιακό μου, μελετούσαμε την τέχνη σε σχέση με το φύλο, τον φεμινισμό και την κοινωνική ιστορία ‒ εκείνη την εποχή η λέξη-κλειδί στην Ιστορία της Τέχνης ήταν η «διαφορά». Αυτός ο πίνακας του Ράλλη εμπεριέχει αυτήν τη διαφορά της ταυτότητας από πολλές απόψεις. Στο βλέμμα αυτού του ζωγράφου υπεισέρχεται η εθνική ταυτότητα, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει το δυτικοευρωπαϊκό στίγμα των σπουδών του. Αυτό κάνει πιο σύνθετο το βλέμμα του. Ο οριενταλισμός δεν είναι η κατασκευή ενός λόγου για την Ανατολή από τον Δυτικό άνθρωπο, ο Ράλλης δεν είναι ακριβώς αυτό· δεν παύει να είναι ένας άνθρωπος με καταγωγή από την Ελλάδα, έχει κομμάτια ελληνισμού, παράδοσης και ταυτότητας που δεν μπορεί να αποβάλει. Γενικά, με ενδιέφερε πολύ αυτό το στοιχείο της διαφοράς, να παίρνω μια δομή, έναν τρόπο σκέψης, ένα κίνημα και να βλέπω τις ιδιαιτερότητές τους. Θα μπορούσαμε να μιλάμε για ώρες με αφορμή αυτό το έργο.

Όταν επέστρεψες είχες ένα μεταπτυχιακό με το οποίο δύσκολα βρίσκεις δουλειά. Έτσι δεν είναι;
Δούλεψα στην εκπαίδευση, συγχρόνως άρχισα μια έρευνα μόνη μου για τους περιηγητές, δεν προχώρησε, συνέχισα να διδάσκω σε γυμνάσια και λύκεια, μέχρι που ξεκίνησε ένα ερευνητικό πρόγραμμα ο Μίλτος Παπανικολάου για τη δημόσια γλυπτική. Και φυσικά ξεκίνησα το διδακτορικό μου, μελετώντας τα εθνικά μνημεία. Η Μακεδονία, το έθνος και η ταυτότητα ήταν θέματα που με ενδιέφεραν, ένα εξαιρετικό πεδίο, γιατί έτσι κατάλαβα και τις διαφορές της τοπικής από την εθνική μνήμη.

Όλη αυτή η πορεία, ειδικά μετά τη δεκαετία του ’80, οπότε αρχίζουν να εμφανίζονται νέα φόρμες μνημειοποίησης και νέες περιοχές, το εβραϊκό, η εθνική αντίσταση, ο ποντιακός ελληνισμός και ο νέος εθνικός λόγος που αναπτύχθηκε από τη δεκαετία του ’90 για το Μακεδονικό, που δημιούργησε ένα νέο κύμα γλυπτών εθνικιστικού κιτς, όπως το ονόμασα, ήταν μια ενδιαφέρουσα περίοδος που κράτησε μέχρι το 2000

Και πώς βρέθηκες στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης;
Μέσω ΑΣΕΠ. Ήμουν ήδη διορισμένη καθηγήτρια στη μέση εκπαίδευση, παραιτήθηκα, έβαλα υποψηφιότητα και πήρα μια θέση με οκτάμηνη σύμβαση στο μουσείο. Στη συνέχεια έγινε αορίστου χρόνου και τελικά έμεινα είκοσι δύο χρόνια.

Εκεί, στη Μονή Λαζαριστών, όπου σε γνωρίσαμε κι εμείς, ήρθες σε επαφή κυρίως με το εξωτερικό, το διεθνές περιβάλλον.
Ήμουν τυχερή γιατί ήμουν μια νέα ιστορικός τέχνης και άρχισα να δουλεύω ως βοηθός με τη ρωσική πρωτοπορία, ένα τόσο σπουδαίο κίνημα, με εκθέσεις στο εξωτερικό. Έπεσα στα βαθιά, αλλά μπήκα όντως σε ένα διεθνές περιβάλλον από πολύ νωρίς και με ένα υλικό σπουδαίο. Για μένα, αυτή η μαθητεία ήταν σπουδαία όχι μόνο λόγω των έργων τέχνης, των οποίων η αξία είναι δεδομένη, αλλά και γιατί είδα τη λογική με την οποία δούλευαν οι καλλιτέχνες εκείνη την εποχή, δημιουργώντας φόρμες που ανταποκρίνονταν στις κοινωνικές ανάγκες, δουλεύοντας ομαδικά και σε συνεργασία με ποιητές, αρχιτέκτονες. Νομίζω ότι αυτή ώσμωση των τεχνών είναι ό,τι πιο σημαντικό κράτησα από εκείνη την εποχή. Έχει πολύ ενδιαφέρον όταν ένα καλλιτεχνικό έργο ή μια συνθήκη καλλιτεχνική είναι και προϊόν συνάντησης διαφορετικών τεχνών. Μετά πήγα πιο πολύ προς τη σύγχρονη τέχνη και μέσα από τις μπιενάλε, που είναι ένα πλαίσιο διεθνών συνεργασιών με καλλιτέχνες από όλο τον κόσμο, έμαθα να αγαπώ τις αλλαγές και στον τρόπο εργασίας και στα επιμελητικά μοντέλα.  

Σου άρεσε εξαρχής η ομαδική δουλειά;
Δεν μπορώ να το πω αυτό, όχι, το ομολογώ. Δηλαδή ήθελα να αναλαμβάνω μια επιμέλεια από την αρχή μέχρι το τέλος, να γράφω τα κείμενα και να παρουσιάζω ένα αποτέλεσμα. Σταδιακά άρχισα να χαίρομαι να συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους και το βλέμμα τους.

Και από τη Θεσσαλονίκη έρχεσαι για πρώτη φορά στην Αθήνα, στο ΕΜΣΤ, για να στηθεί η μόνιμη έκθεση. Είχες δεχτεί πολλές επιθέσεις, ωστόσο θυμάμαι ότι σε μια συνάντηση που είχαμε είχες ξεκαθαρίσει ότι δεν επρόκειτο να μείνεις στην Αθήνα ή να διεκδικήσεις μια διευθυντική θέση στο μουσείο. Βέβαια, τότε δεν το πίστευε κανένας.

Έτσι ήταν, δεν με πίστευε κανείς. Αντικειμενικά, τώρα που πέρασαν μερικά χρόνια, αυτό δεν μπορούσε να γίνει αναίμακτα και χωρίς αντιδράσεις, ήταν ένα υβρίδιο η δουλειά που έκανα στο ΕΜΣΤ. Πήρα τη μουσειολογική μελέτη ενός ανθρώπου που είχε στηριχτεί στη συλλογή την οποία είχε φτιάξει ένας άλλος άνθρωπος ‒δυο γυναίκες πριν από μένα‒ και έπρεπε, σεβόμενη τη δουλειά τους, να τηρήσω τις προδιαγραφές που είχαν αποφασιστεί και εγκριθεί από το ΥΠΠΟΑ αλλά και να δώσω την ώθηση ώστε να γίνει η δουλειά. Επίσης, είχα κουραστεί και δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί συνέβαινε αυτό το πράγμα, γιατί ήταν τόσο δύσκολο. Με τον τρόπο που είχα δουλέψει μέχρι τότε πίστευα ότι γίνεται να μεταφερθεί η συλλογή με βάση τη μουσειογραφική μελέτη. Ειλικρινά, δεν ήθελα τίποτα παραπάνω από το δώσω ένα χέρι βοηθείας ώστε να ξεμπλοκάρει αυτό το προβληματικό σημείο. Είχα πολύ καλή συνεργασία με τον Δημήτρη Αντωνακάκη και τους επιμελητές, ήμουν ξεκάθαρη, ούτε καν μου περνούσε από το μυαλό η Αθήνα. Ήταν μια εμπειρία, μια χρήσιμη διαδικασία και προσπάθησα να τη φέρω εις πέρας με αξιοπρέπεια. Συνεργάστηκα με την Μυρσίνη Ζορμπά και όταν άλλαξε ο υπουργός συνεργαστήκαμε με τον Νικόλα Γιατρομανωλάκη και την κ. Μενδώνη με βάση αυτόν τον στόχο και πολύ ξεκάθαρο προσανατολισμό.

 

Θα ήθελες να έχεις βάλει υποψηφιότητα για το ΕΜΣΤ;
Όχι, γιατί έκρινα τα δεδομένα της στιγμής στην οποία βρέθηκα και βάσει αυτών έκανα την επιλογή μου. Αντιθέτως, είμαι χαρούμενη που το μουσείο έχει διευθύντριες, γυναίκες δυναμικές, πάει καλά και προχωράει. Είναι και τι σου λέει το ένστικτό σου κάθε στιγμή, κι εγώ το ακούω.

Φτάνουμε στην Πινακοθήκη και στην πρόταση που σου έγινε. Το περίμενες, σε ξάφνιασε;
Με την Πινακοθήκη τα πράγματα δεν ήταν όπως με το ΕΜΣΤ. Δεν το είχα σκεφτεί παλιότερα, αλλά όταν ήρθε η στιγμή, ένιωσα πολύ έτοιμη να το κάνω, δεν είχα κανέναν δισταγμό. Ήταν κάτι διαφορετικό για μένα και μπορούσε να συνοψίσει διαφορετικά κομμάτια της πορείας μου. Είναι ένας χώρος που αγαπώ πολύ, το περιεχόμενό του με ενδιαφέρει πολύ και θέλω να συμβάλω στην πρόοδο και ανανέωσή του.

Είμαστε στην καρδιά της παραστατικής ζωγραφικής. Την αγαπάς;
Εκδοχές της, ναι. Θα μπορούσε να πει κανείς, έχοντας αυτήν τη θητεία στη ρωσική πρωτοπορία με την ανεικονική, μη παραστατική ζωγραφική, πώς όχι, αλλά ποτέ δεν έβλεπα τα πράγματα αντιθετικά. Υπάρχουν καλλιτέχνες που κάνουν όλη τη διαδρομή. Ο Μαλέβιτς, ένας από αυτούς με τους οποίους δούλεψα, είναι ένα παράδειγμα. Για μένα αυτά τα πράγματα δεν είναι το ένα στον αντίποδα του άλλου, είναι διαφορετικοί τρόποι να βλέπουμε την πραγματικότητα. Αυτό που σέβομαι και εκτιμώ είναι οι καλλιτέχνες που ψάχνουν να βρουν το δικό τους τρόπο να αρθρώσουν λόγο απέναντι σε αυτό που θεωρείται αντικειμενική πραγματικότητα. Η Πινακοθήκη, μην ξεχνάμε, βγαίνει μπροστά με τη ζωγραφική, αλλά υπηρετεί όλες τις μορφές τέχνης, τη γλυπτική, τη χαρακτική, τη φωτογραφία, και θέλω με κάποιον τρόπο να τα ξαναδούμε όλα τα πράγματα μαζί.

Αν μιλήσουμε για την ερμηνεία της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, πώς συνδέεται ένας επισκέπτης σήμερα με αυτά τα έργα γύρω μας;
Παρακολουθώ πολύ συχνά τους επισκέπτες της Πινακοθήκης, τι βλέπουν, τι τους αρέσει και πού στέκονται. Έχει τύχει να δω γονείς και παιδιά κοντά στους πίνακες του Ιακωβίδη και του Λύτρα, να τους δείχνουν τη γιαγιά που κάνει μπάνιο στον εγγονό της, να προσπαθούν να μιλήσουν στα παιδιά τους για τη ζωγραφική, αντλώντας από τις εμπειρίες τους, βρίσκοντας τρόπους ταύτισης. Αυτό θέλω να κάνω. Να βρω μέσα από το βίωμα και την εμπειρία σύνδεση με το έργο τέχνης που να λέει κάτι στους νέους ανθρώπους ώστε να χτίσουν μια εμπειρία και να αποκτήσουν μια γνώση. Κι αυτό ξεκινά από απλά και κατανοητά πράγματα, οικογενειακές σκηνές, για παράδειγμα μέσα από τα «Αρραβωνιάσματα» βλέπουμε ρόλους και ταυτότητες και τι έχει αλλάξει. Και μπορεί να εμβαθύνει κάποιος, αν θέλει, περισσότερο στις κοινωνικές δομές, να δει τι ήταν η οικογένεια και πώς βλέπουμε σήμερα μια διευρυμένη μορφή της, τι σημαίνει σήμερα οικογένεια και τι συμπεριλαμβάνει. Αυτό που βλέπει ο επισκέπτης σε μια ζωγραφική του δέκατου ένατου αιώνα μοιάζει εξωτικό, αλλά σε έναν πίνακα του εικοστού αιώνα, στον οποίο βλέπουμε μια λουόμενη, ο μηχανισμός της ταύτισης λειτουργεί.

Εννοείς τον τρόπο οικειοποίησης ενός έργου;
Με ενδιαφέρει πολύ η οικειοποίηση, τι από αυτό που βλέπουμε αφορά εμάς τους ίδιους, μας μαθαίνει περισσότερα για τον εαυτό μας, για τον τρόπο που σκεφτόμαστε, ακόμα και για τα στερεότυπα που έχουμε ή ποιοι είναι οι απεικονιζόμενοι. Δεν είναι «αθώοι» οι τρόποι που απεικονίζονται οι άνθρωποι. Τι σημαίνει μέσα στα κοινωνικά συμφραζόμενα μια γυναίκα που είναι ντυμένη με βαριά και πολύτιμα ενδύματα, π.χ. στο μεγάλο πορτρέτο της κυρίας Σερπιέρη, ή αυτό του Λύσανδρου Καυταντζόγλου, που το είχε παραγγείλει ο ίδιος σε έναν διάσημο ζωγράφο της εποχής; Είναι κομμάτι του σπιτιού του, της κοινωνικής του εικόνας και της εικόνας που προωθεί για τον εαυτό του. Εδώ γεννάται το ερώτημα τη σχέση έχει η τέχνη με την κοινωνική καταξίωση, το κύρος. Λοιπόν με ενδιαφέρει να βλέπουμε τα έργα με πολλούς τρόπους, να μην υποδεικνύουμε έναν, το έργο τέχνης να είναι ανοιχτό, αυτό θα ήθελα να προκαλέσουμε. Ερωτήματα, σύνδεση, με διαφορετικό τρόπο για τον καθένα.

— Τι έχει σημασία όταν βλέπουμε ένα έργο;
Στο «Ways οf Seeing» ο Τζον Μπέρτζερ, ανάμεσα σε άλλα, μιλάει για το πόση σημασία έχουν οι εξωτερικές συνθήκες, το με ποιον βλέπεις ένα έργο, αν είσαι μόνος ή με παρέα, πού ήσουν πριν ή μετά, αν το βλέπεις με μουσική ή σε ησυχία. Και πώς μπορεί να τροποποιηθεί η εμπειρία αυτή, ανάλογα με τις συνθήκες. Σκέφτομαι ότι θα ήθελα να δώσουμε την ευκαιρία στους επισκέπτες να δουν και αλλιώς τα έργα τέχνης, με μουσική μέσα στον χώρο, με την έννοια της ολοκλήρωσης της εμπειρίας όχι της συναυλίας. Να ενεργοποιήσουμε συνέργειες και μεταξύ ιδιωτικών και δημόσιων ιδρυμάτων, με όσους βρισκόμαστε στη «γειτονιά», το Μπενάκη, το Μουσείο Γκίκα, το Βυζαντινό, το Μέγαρο, το Ωδείο Αθηνών, το Κυκλαδικής. Στην περιοχή όπου βρισκόμαστε έχει δημιουργηθεί ένας ισχυρός πολιτιστικός πυρήνας.

Περπατώντας τώρα μέσα στην Πινακοθήκη, θα ήθελα να πω ότι ο τρόπος με τον οποίο είναι τοποθετημένα τα έργα είναι πολύ στριμωγμένος.
Το αισθάνομαι αυτό, το ακούω και από άλλους, παρόλο που, δυστυχώς, βλέπω ότι επανέρχεται ως τάση σε πολλά μουσεία. Είναι ένα ζήτημα που θα δούμε και θα συζητήσουμε, όπως και αυτό της σχέσης των έργων μεταξύ τους. Δεν ήθελα να κάνω κάτι πολύ σύντομα στις μόνιμες συλλογές, θέλω να δώσουμε χρόνο και να το δούμε συλλογικά. Είμαι έτοιμη να κάνουμε κάποιες συζητήσεις και με τον κόσμο, ανοιχτά, για σύγχρονους τρόπους παρουσίασης ιστορικών συλλογών, να δούμε αν υπάρχει κάτι που μας κάνει να αισθανόμαστε άβολα ή πιεσμένα λόγω μιας υπερσυσσώρευσης.

Στη συνέντευξη Τύπου είπες ότι θα συνεργαστείς και με εξωτερικούς επιμελητές. Τι σημαίνει αυτό;
Οι συνάδελφοι στην Πινακοθήκη νομίζω πως είναι μια δυνατή ομάδα. Είναι οκτώ γυναίκες και η καθεμιά έχει τα δικά της ερευνητικά ενδιαφέροντα. Έχουμε αποφασίσει ένα πρόγραμμα που έχει ως βασικό στόχο τη σύνδεση της επιμελητικής κοινότητας με εξωτερικούς επιμελητές μέσω προτάσεων για εκθέσεις που θα εναλλάσσονται με μεγαλύτερη συχνότητα από αυτή των οκτώ-δέκα μηνών και θα γίνονται στο μεσοπάτωμα. Αυτό το σκέφτομαι ως μια διασύνδεση της Πινακοθήκης και με τον έξω κόσμο, εννοώ τον επαγγελματικό, των επιμελητών και των καλλιτεχνών, ώστε μέσα από τη συλλογή και τα έργα της να ανοίξει διάλογος ανάμεσα σε σύγχρονους δημιουργούς και να έχουμε και νέες επιμελητικές προτάσεις.

Ποια είναι η ηθική μιας εθνικής πινακοθήκης σήμερα;
Ξεκάθαρα υπάρχουν κάποιες αρχές με τις οποίες πιστεύω ότι πρέπει να πορευτούμε στο μέλλον πιο σταθερά και έχουν να κάνουν με την κοινωνική λογοδοσία, την κοινωνική διαπερατότητα, τη συμπερίληψη. Νομίζω ότι η Εθνική Πινακοθήκη οφείλει να είναι ένα παράδειγμα όσον αφορά τον τρόπο εργασίας, έρευνας, τεκμηρίωσης των συλλογών της αλλά και τον τρόπο με τον οποίο συνεργάζεται με επαγγελματίες όλων των πεδίων που συνδέονται με το παραγόμενο προϊόν εδώ, δίνοντάς τους την ευκαιρία να δείξουν τη δουλειά τους και να εξελιχθούν. Αυτό το ένιωσα πολύ καλά στη Θεσσαλονίκη. Κατά τη γνώμη μου, ένας από τους λόγους που η γραφιστική κοινότητα έχει πάει τόσο καλά στη Θεσσαλονίκη είναι ότι δούλεψαν πολλές ομάδες γραφιστών με τα μουσεία και τους δόθηκε ένα υλικό για να αναπτύξουν και να διευρύνουν τις προσεγγίσεις τους. Πιστεύω ότι αυτό οφείλει να κάνει και η Εθνική Πινακοθήκη που δεν έχει το δυναμικό που θα ’πρεπε, αρχιτέκτονες, μουσειολόγους, αυτό είναι αρνητικό κατά βάσιν, προσφέρει όμως την ευκαιρία για συνεργασίες εκτός. Δεν θέλω η Πινακοθήκη να είναι ένα σύστημα αυτοαναπαρογόμενο και εσωστρεφές. Θεωρώ ότι πρέπει να ανοιχτούμε σε διαφορετικούς επαγγελματίες, σε όλα τα πεδία. Είμαστε δημόσιο ίδρυμα και πρέπει να το κάνουμε, δεν είμαστε ιδιωτικό, που διαλέγει κάποιον και τον κρατά για πάντα. 

Καμιά φορά οι άνθρωποι είναι δύσπιστοι στις αλλαγές, πιστεύουν ότι ο νέος διευθυντής φέρνει τους «δικούς του».
Εγώ θα το ξεκαθαρίσω, δεν έχω δικούς μου, θα συνεργαστούμε με πολλούς ανθρώπους. Αυτή είναι η λογική μου, να κάνουμε συνεργασίες με επαγγελματίες. Η πρώτη συνεργασία αφορά τη νέα ιστοσελίδα της Πινακοθήκης, μάλιστα θα πρότεινα να την επισκεφθείτε πριν από τη φυσική επίσκεψη, ως μια πρώτη επαφή με τα έργα της συλλογής.

Η Πινακοθήκη ερμηνεύει και παρουσιάζει τις συλλογές με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Θα δοκιμάσετε διαφορετικούς;
Θα το κάνουμε στον τρίτο όροφο, εγκαινιάζοντας τον θεσμό «Η συλλογή ως εργαστήριο». Ο τρίτος όροφος θα αλλάξει, δεν θα είναι έτσι σε έναν χρόνο, θα δοκιμάσουμε τελείως διαφορετικούς τρόπους μελέτης της συλλογής με βάση τα συναισθήματα, τα βιώματα, τις εμπειρίες, και θα το κάνουμε ομαδικά. Η παρουσίαση της τέχνης εδώ θα είναι ιστορική και λίγο γραμμική.

Νομίζω ότι ο επισκέπτης δεν την καταλαβαίνει αυτή την αφήγηση στον τρίτο όροφο.
Σίγουρα δεν θα είναι έτσι τα πράγματα σε έναν χρόνο. Προφανώς, στον εικοστό αιώνα, στο δεύτερο μισό του και στον εικοστό πρώτο υπάρχουν πολλές και διαφορετικές φωνές, γι’ αυτό πιστεύω στην περιοδικότητα. Αυτή η έκθεση στον τρίτο όροφο θα αλλάζει κάθε δύο χρόνια, θα ανανεώνεται, αξιοποιώντας όσο το δυνατόν περισσότερα έργα των συλλογών μας. Αυτό θα βοηθήσει γιατί έτσι θα προχωρά και η διαδικασία της συντήρησής τους. Επομένως, πρέπει να βρούμε σύγχρονους τρόπους ώστε να έχει νόημα η παρουσίασή τους στο κοινό.

Μελετάτε άλλα μοντέλα;
Ναι, τα μελετώ, πώς παρουσιάζονται οι μόνιμες συλλογές σε άλλες χώρες. Παρακολουθώ πολύ στενά, για παράδειγμα, τη δουλειά που γίνεται στο Reina Sofia, που τη θεωρώ υποδειγματική ‒ έχει εννοιολογικές κατηγορίες. Ενδιαφέρουσα είναι επίσης η δουλειά που έχει γίνει στο Van Abbe με τη μόνιμη συλλογή, στη National Portrait Gallery. Σημασία έχει σε ποιον απευθύνεσαι και να στήνεις τις εκθέσεις βλέποντας τις ανάγκες του κοινού.

Πάντως, οι εκθέσεις, ακόμα και οι τωρινές, οι περιοδικές, θα μπορούσαν να είναι στημένες με πιο ενδιαφέροντα τρόπο.
Πολλές φορές υπάρχει η αντίληψη «έχω αριστουργήματα, δεν με νοιάζει πώς τα στήνω, όπως και να ’ναι θα ’ρθει ο κόσμος να τα δει», και δεν είναι αβάσιμη. Εφόσον βλέπουμε ότι η Πινακοθήκη έχει κόσμο, ανταπόκριση, γιατί να πειράξουμε την κατάσταση; Εγώ, πάλι, πιστεύω ότι μια έκθεση μπορεί να γίνει και πιο ελκυστική και να έχει ενδιαφέρον για μεγαλύτερο αριθμό επισκεπτών. Ο κόσμος διψάει για κάτι καινούργιο, έναν ανανεωμένο τρόπο ανάγνωσης. Χρειάζεται ενίσχυση το αφήγημα και το πλαίσιο, εκεί μπορούμε να κάνουμε καλύτερη δουλειά, πιο σύγχρονη, και αυτό θα το δοκιμάσουμε σε επόμενες εκθέσεις.

Είναι άχαρη η ερώτηση για τα οικονομικά, αλλά δεν θα την αποφύγω.

Η Πινακοθήκη πρέπει να έχει τον τριπλάσιο τακτικό προϋπολογισμό από αυτόν που έχει ‒τα λειτουργικά πρέπει να καλύπτονται από εκεί‒ να στηρίζεται από τη δημόσια χρηματοδότηση. Δίπλα σε αυτό, φυσικά, υπάρχει η υποστήριξη σε πολλά επίπεδα από ιδιώτες, που δεν θα σταματήσει, αλλά με έλλογο τρόπο. Είμαι χαρούμενη γιατί εφαρμόζουμε τακτικές εξοικονόμησης. Μέσα σε έναν μήνα μειώσαμε το ενεργειακό μας αποτύπωμα κατά 50% με νέο πρόγραμμα στη νυχτερινή φωταγώγηση· αυτό είναι ένα πρώτο βήμα, θα κάνουμε κι άλλα. Οφείλουμε να είμαστε παράδειγμα στην πόλη, δεν μπορεί εν μέσω ενεργειακής κρίσης να λάμπουμε τη νύχτα, θα ήμασταν εκτός τόπου και χρόνου.

Ξέρουμε ότι ο κόσμος έχει μεγάλη ανάγκη να έρθει εδώ, αυτό το βλέπουμε κυρίως όταν η είσοδος είναι δωρεάν. Υπάρχει κόσμος που δεν μπορεί να πληρώσει το εισιτήριο, γι’ αυτό είναι σημαντικό να έχουμε μόνιμα ελεύθερη είσοδο κάθε πρώτη Κυριακή του μήνα. Οφείλει η Πινακοθήκη να έχει κοινωνική πολιτική: το 48% των εισιτηρίων είναι δωρεάν, όπως και για νέους μέχρι είκοσι πέντε ετών. Μέσω μιας φιλικής πολιτικής θα τη μάθουν κυρίως οι νέοι και θα την αγαπήσουν. Φυσικά, πρέπει να έχουμε έσοδα, αλλά είναι δημόσιο μουσείο, αυτό δεν πρέπει να φεύγει στιγμή από το μυαλό μας.

Πάμε στο κοινό. Αγαπάμε τη ζωγραφική; Τι νομίζεις;
Πιστεύω η ζωγραφική είναι μια βαθιά ριζωμένη αγάπη σε ένα σταθερό κοινό. Δεν είμαι απόλυτα σίγουρη αν είναι μεγαλύτερη από αυτή για τις υπόλοιπες τέχνες, το θέατρο, τον κινηματογράφο. Όμως πιστεύω ‒και το έχω δει να γίνεται‒ ότι υπάρχουν τρόποι να φέρεις εδώ κόσμο που αγαπά το θέατρο, τη μουσική και τον κινηματογράφο, και να τους κρατήσεις. Είναι και ένας λόγος που θα δουλέψουμε διατομεακά και διακαλλιτεχνικά.

Τι θα ήθελες να αφήσεις στο τέλος της θητείας σου;
Χαρούμενους ανθρώπους, και ξεκινάω από αυτούς με τους οποίους δουλεύουμε μαζί. Θέλω να νιώσουν ότι πέρασαν μια δημιουργική περίοδο μαζί μου και ο κόσμος να έχει δει καλές εκθέσεις ‒το «καλές» είναι κάτι πολύ γενικό‒, να έχει ευχαριστηθεί και έχει προβληματιστεί. Δεν πιστεύω καθόλου στην υστεροφημία, ό,τι θυμόμαστε είναι μέσα μας, οπότε δεν έχω τέτοιες επιδιώξεις. Ωστόσο, θα ήθελα να συνδεθεί ο καθένας με το αγαπημένο του έργο, από τον επισκέπτη μέχρι τους φύλακες, γιατί αυτοί έχουν καθημερινή επαφή με τα έργα ‒ αυτό ονειρεύομαι να πετύχω εδώ. Εμένα με ενδιαφέρει να ξεπεράσουμε τον φόβο της ειδικής ανάλυσης, να είμαστε οk με το ότι θα μάθουμε περισσότερα αλλά και να αισθανθούμε, να σκεφτούμε και να χτίσουμε κόσμους, αυτό τον πλούτο θέλω να κρατήσουμε.

Πηγή: lifo.gr

 

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια