ΔΙΑΒΑΣΤΕ

6/recent/ticker-posts

Ένα αγχωτικό 24ωρο της ζωής ενός τυχαίου Έλληνα, του πιο αγχωμένου πολίτη της Ευρώπης

 

Η Ελλάδα αναδείχθηκε το πιο αγχωτικό κράτος της Ευρώπης και ο Έλληνας είναι ο πιο αγχωμένος πολίτης της Ε.Ε. Ακολουθεί το εξαιρετικά στρεσογόνο 24ωρο ενός μέσου 'Ελληνα. Ταυτιστείτε ελεύθερα.

Είμαι 46 χρονών, διαζευγμένος, με ένα παιδί.




Μένω μόνος μου και μοιράζομαι καθημερινά το 7χρονο παιδί μου με την πρώην σύζυγό μου.

Εργάζομαι 5ήμερο, εναλλάξ με φυσική παρουσία και με τηλεργασία.

Το βράδυ μιας οποιασδήποτε καθημερινής θα προσπαθήσω πάντα να κοιμηθώ μια λογική ώρα. «Λογική ώρα» για μένα είναι κάπου μεταξύ μεσάνυχτα και πρώτης πρωινής.

Αν κοιμηθώ μετά τη 1 τα μεσάνυχτα, ενδεχομένως να μην κοιμηθώ ποτέ από το άγχος -ή να κοιμηθώ βία κανά 3ωρο μέχρι τις 7 που θα χτυπήσει το ξυπνητήρι: αυτό είναι ένα ψυχοσωματικό κουσούρι που μού έμεινε όταν προ ετών εργαζόμουν βραδυνή βάρδια σε ένα site και άλλαξαν οι συνήθειες του ύπνου μου.

(Αν και έχω βάσιμες υποψίες ότι και χωρίς την αγχώδη διαταραχή ύπνου του 2018, και πάλι θα είχα ένα στρες μέχρι να με πάρει ο ύπνος).

Ας είναι καλά τα zanax που έμαθα να καταναλώνω αρχικά σε συνετό βαθμό και κατόπιν σχεδόν σε εθιστική ποσότητα -ξέρετε πόσο καιρό έκανα, μετά από πίεση και άγχος, να απεξαρτηθώ από την ομολογουμένως ανακουφιστική, αλλά ψυχικά εθιστική ουσία της αλπραζολάμης;

Πλέον, παίρνω 2 με 3 zanax μέσα στο μήνα (από εκεί που πέρσι τέτοιον καιρό κατανάλωνα 1 κάθε βράδυ προκειμένου να πω ότι θα καταφέρω να κοιμηθώ) και είμαι πολύ ευτυχισμένος που το έκοψα, αν και υπάρχουν ακόμη κάποια βράδια που ζω με τον αγχωτικό εφιάλτη του «θα τα καταφέρω σήμερα να αρπάξω έστω 4-5 ώρες ξεκούρασης;»

Για το λόγο αυτό, όταν έχω τον γιο μου στο σπίτι μου, διανυκτέρευση, θα προσπαθήσω να κοιμηθώ, από το άγχος μου, ακόμη νωρίτερα -από τις 11.30 αν γίνεται, γιατί πολλά μπορούν να συμβούν μέσα σε μια νύχτα με ένα 7χρονο παιδί.

Γιατί αν δεν κοιμηθώ και ταυτόχρονα έχουμε καμιά ξαφνική αφύπνιση του Φίλιππου γύρω στις 3 ή 4 το πρωί, κλάφ’ τα Χαράλαμπε, αυτός θα ξανακοιμηθεί, αλλά εγώ ενδεχομένως να μην τα ξανακαταφέρω από το άγχος μου, γιατί όλα τα επιτυχημένα πειράματα γίνονται άπαξ μέσα σε μια νύχτα.

Το ξυπνητήρι θα χτυπήσει, το ίδιο αγχωμένα, στις 7 το πρωί -ανεξαρτήτως παιδιού.

Αν είναι μια καθημερινή χωρίς αυτόν, θα σηκωθώ κάπως φυσιολογικά.

Όταν ξυπνάω μαζί του, έχω με περίσσιο άγχος και τον χρόνο να κυλάει εναντίον μου να κάνω όλα τα πράγματα που πρέπει να κάνει ένας γονιός (διαζευγμένος και μη): που σημαίνει, πρωινό για δυο, προετοιμασία της τσάντας του φαγητού του για το σχολείο (με φαγητά που έχω μαγειρέψει από την προηγούμενη ημέρα, λίγο πριν κοιμηθώ, επίσης μέσα στο άγχος μην καεί το φαγητό και δεν προλάβω να του ετοιμάσω κάτι άλλο), να έχω και το άγχος να προσπαθήσω να είμαι διασκεδαστικός και fun πατέρας προκειμένου να πάει το παιδί με όρεξη και όχι με μούτρα και μέσα στην μαύρη μιζέρια.

Χθες, ας πούμε, την στιγμή που μπαίναμε στο ΙΧ να πάμε στο σχολείο, έπρεπε την ίδια στιγμή να κάνω δυο πράγματα που με αγχώνουν ήδη: αφενός να περιμένω να ζεσταθεί η μηχανή του ΙΧ προκειμένου να φύγει από κάτω από το σασί κανά γατάκι που πιθανώς έχει κρυφτεί κάτω από το αυτοκίνητο προκειμένου να ζεσταθεί (καθότι είμαι και ζωόφιλος) και αφετέρου να πάρω τηλέφωνο καθοδόν έναν καρδιολόγο που πρέπει να το εξετάσει (το παιδί, όχι το γατάκι), προκειμένου ο Φίλιππος να βγάλει κάρτα αθλητή και να μπορεί να κατεβαίνει και να παίζει σε αγώνες ποδοσφαίρου.

Οση ώρα μιλάω πολύ αγχωμένα μαζί του, με το Φίλιππο στο πίσω κάθισμα να τραγουδάει το «Get Lucky» των Daft Punk, διαπιστώνω με περίσσιο άγχος ότι ο εν λόγω γιατρός δεν θα έρθει (ως όφειλε και όπως μού μεταφέρθηκε λεκτικά από τους υπεύθυνους) στο γήπεδο της ομάδας που παίζει ο Φίλιππος.

Αυτό σημαίνει ότι έχω δυο επιλογές: είτε θα πρέπει να πάμε εμείς στο ιατρείο του (το οποίο ενδεχόμενο δεν παίζει με την καμία, καθότι αυτό βρίσκεται στα Πατήσια και εμείς μένουμε στο Μαρούσι), είτε να τον πάω σε ένα δικό μου καρδιολόγο στο Μαρούσι (το οποίο σημαίνει μια πιθανή οικονομική επιβάρυνση, η οποία πολύ με αγχώνει τώρα που το σκέφτομαι γιατί είναι και τέλος του μήνα και δεν περισσεύει μία και το ταμείο είναι μείον).

Την ώρα που αφήνω τον γιο μου στο σχολείο, διαπιστώνω ότι μού ήρθε μήνυμα από την ΕΣΗΕΑ που με καλεί επισταμένα να παραστώ σε μια συνεδρίαση ή κάτι τέτοιο τέλος πάντων και εγώ ζυγίζω με άγχος μέσα στο μυαλό μου τις υποχρεώσεις μου προκειμένου να δω αν μπορώ να παραστώ.

Ωστόσο, μετά από περίπου 3,4 δευτερόλεπτα διαπιστώνω ότι αυτό είναι ανέφικτο καθώς την ώρα εκείνη θα έχω να κάνω μια συνέντευξη από κοντά με έναν έλληνα μουσικό, οπότε μού φεύγει το ένα άγχος και όση ώρα περιμένω την δασκάλα να βγει και να παραλάβει τον Φίλιππο, μπαίνω στο Facebook να τσεκάρω τις ειδοποιήσεις μου.

Αφήνοντας τον Φίλιππο, μού έρχεται ένα notification από μια γνωστή μου για ένα σκυλάκι που χάθηκε κοντά στο σπίτι μου στο Μαρούσι και αν το έχω δει. Βάζω στο κεφάλι μου ένα παραπάνω άγχος (γιατί, όπως είμαστε, είμαι και ζωόφιλος) να έχω το νου μου στο δρόμο αλλά και τα πεζοδρόμια, οδηγώντας, μπας και πέσει το μάτι μου πάνω στο γκρίζο σκυλάκι -γενικά κυκλοφορούν πολλά αδέσποτα σκυλιά στο Μαρούσι.

Με λύπη και ένα επιπρόσθετο άγχος διαπιστώνω ότι σε μια οδό που με βγάζει στην Λ. Κηφισίας κάνουν πρωινή μετακόμιση αλλά οι ρημαδομεταφορείς δεν έβαλαν (ως όφειλαν) έναν κάδο σκουπιδιών ή έναν κώνο στην είσοδο της οδού και τώρα έχει προκληθεί κομφούζιο, καθώς πολλά ΙΧ μπήκαν στην οδό και τώρα προσπαθούν ένα προς ένα να κάνουν όπισθεν και να βγουν από εκεί.

Τρώω 7 με 8 λεπτά μέσα εκεί και σιχτιρίζοντας με αγχωτικό εκνευρισμό τους μεταφορείς πάω να βγω από μια άλλη οδό, μόνο που κάνω πάλι, από το σπασμωδικό μου άγχος, μια λάθος επιλογή σε αυτό το ηλεκτρονικό παιχνίδι που μοιάζω να παίζω πρωινιάτικα και πέφτω πάνω σε ένα συνεργείο οδοποιίας -ένα από τα πολλά που λυμαίνονται το Μαρούσι από την άνοιξη και μετά.

«Περνάμε νέους αγωγούς αποχέτευσης», μου λέει ένας εργαζόμενος και βλέπω μπροστά μου μια ουρά μερικών ΙΧ να περιμένει να περάσει από ένα άνοιγμα μισού μέτρου.

Μπαίνω με τα alarm μου ανάποδα σε μια πλατειά οδό, ουφ, τσάμπα αγχώθηκα, ευτυχώς δεν έρχεται κάποιο άλλο ΙΧ που θα είχε κάθε δικαίωμα και λόγο να με γαμοσταυρίσει και εμένα πρωινιάτικα και τελικά καταφέρνω – με την διαστολική μου πίεση να υπολογίζω ότι πλέον ξεπερνάει το φράγμα των 100 – να βγω στην Λ. Κηφισίας.

Πήχτρα, κλασικά, στις 9 το πρωί, διάολε, που πηγαίνω εγώ και άλλοι τόσοι τήν ίδια ακριβώς ώρα;

Και τι σκατά κάνουν οι γαμημένοι οι συγκοινωνιολόγοι τόσα χρόνια;

Γιατί δεν βρίσκουν μια λύση με την κωλο-Κηφισίας;

(«Φτου, δεν πήρα το καθημερινό μου Isoptin των 80 για τις καρδιακές αρρυθμίες. Πώς το ξέχασα ρε γαμώτο;», σκέφτομαι αγχωμένα την ώρα που κάποιος εδέησε και με άφησε να βγω πριν από αυτόν στην πολύπαθη Κηφισίας).

Οδηγώντας υπό το συνεχές άγχος να είμαι σωστά στην λωρίδα μου (μην εκνευρίσουμε και κανάν οξύθυμο οδηγό μοτοσυκλέτας από την “λάθος θέση του ΙΧ στο οδόστρωμα” και μάς κοιτάει περίεργα από έξω από το τζάμι του συνοδηγού), να μην ανεβάζω ταχύτητα όπου είναι ανοιχτός ο δρόμος και να έχω το νου μου για τυχόν ποδηλάτες και hipsters με ηλεκτρικά πατίνια (στους οποίους, ως γνωστόν, ο δρόμος τούς ανήκει γι’ αυτό και δεν σταματάνε ποτέ σε κόκκινα φανάρια ή σε STOP) ή πεζούς (συνήθως κάτι ηλικιωμένους που έχουν πεθάνει ήδη και δεν τους έχει ενημερώσει κανείς, αλλά επιμένουν, άγνωστο γιατί, να περνάνε το φανάρι της Κηφισίας την ώρα που δείχνει κόκκινο ανθρωπάκι, «Σταμάτη τον λένε τον κύριο γιατί σου λέει ότι πρέπει να σταματήσεις ηλικιωμένε μου άνθρωπε, εσύ μπορείς να σταματήσεις έγκαιρα, εγώ δεν μπορώ να σταματήσω το ίδιο εύκολα όπως εσύ έναν τόνο από λαμαρίνες που οδηγάω, έλα άραξε και περίμενε ρε φίλε, συνταξιούχος είσαι, γιατί βιάζεσαι τόσο πολύ να περάσεις μια πήχτρα Κηφισίας στις 9 το πρωί με τα ΙΧ και τις μηχανές να τρέχουν με 80-90 χλμ/ώρα;», αναρωτιέμαι από μέσα μου, όση ώρα μονολογώ τους στίχους «εγώ στο χώμα και εγώ στη φυλακή»).

Φτάνω, κλασικά καθυστερημένος στα στενά γύρω από τα γραφεία του Olafaq, στην Πανόρμου και εκεί – με το πρωτοφανές άγχος ενός παρθένου άνδρα πριν από την πρώτη του φορά – έχω τώρα να διαχειριστώ το φλέγον ζήτημα του παρκαρίσματος – το οποίο υπολογίζω ότι μού τρώει περίπου 20 με 25 λεπτά κάθε μέρα που κατεβαίνω στο κέντρο.

Παρκάρω όπου βρώ, κάπως αναρχικά είναι η αλήθεια, με τον «κώλο» του ΙΧ μου να πετάει, λες και κάνει twerking και με το άγχος του «λες να με γράψει κανάς δημοτόμπατσος έτσι που το έβαλα;» ανεβαίνω στο γραφείο.

Με το που κάθομαι, έχουμε ακόμη ένα αγχωτικό μίτινγκ.

Εκεί, ο Γιάννης Παπαϊωάννου μας ενημερώνει, διόλου αγχωμένος και αυτός, ότι «έρχονται Χριστούγεννα και θα πρέπει να αφήσουμε πίσω μας κάποια επιπλέον θέματα ως “κάβες”, αν θέλουμε να φύγουμε με άδεια», οπότε ήδη η επαγγελματική μου ημέρα ξεκινάει με ένα επιπλέον άγχος του να πρέπει να γράψω 1-2 θέματα ακόμη που θα πρέπει να σκεφτώ από το ήδη γεμάτο κεφάλι μου.

Πρέπει να αφήσω ένα θέμα προτού φύγω για λίγο από το γραφείο γιατί έχω μια συνέντευξη με έναν ηθοποιό στο κέντρο-απόκεντρο και ποιος κατεβαίνει στο κέντρο τώρα με το αυτοκίνητο, ούτε λόγος γι’ αυτό, θα πάω με τα ΜΜΜ.

«Παιδιά, είναι 30 του μήνα, αν μπει η μισθοδοσία, στείλτε μου πλιζ ένα μήνυμα στο μέσεντζερ, να το δω στη συνέντευξη, γιατί πρέπει να βάλω την διατροφή σήμερα», λέω αγχωμένος στους συναδέλφους μου και βάζω το παλτό μου για να φύγω.

Επιστρέφω αγχωμένος στο γραφείο γιατί πάνω στο τρέξιμο ξέχασα να πάρω το χαρτί με τις ερωτήσεις για τον ηθοποιό που θα συνεντευξιάσω.

Ξαναβγαίνω και πάω παρακάτω στη στάση, να πάρω το λεωφορείο, να με πάει στο μετρό της Πανόρμου, να κατέβω στο Μοναστηράκι, να παρω τον ΗΣΑΠ, να κατέβω Βικτώρια, να προλάβω να πάρω οποίο λεωφορείο περνάει από Πατησίων για να πάω στον Αγιο Ελευθέριο όπου θα γίνει η φωτογράφηση και η συνέντευξη.

Ταυτόχρονα, συνεννοούμαι με τον φωτογράφο προκειμένου να βρεθούμε στο ίδιο σημείο και όχι αλλού γι’ αλλού, όπως έχει συμβεί (και μετά τρέχουμε και δεν φτάνουμε, γιατί εδώ καλά καλά δεν μπορούν να βρεθούν στο ίδιο σημείο 3 κολλητοί φίλοι από παλιά, θα τα καταφέρουν 3 παντελώς άγνωστοι μεταξύ τους;)

Βγαίνοντας από το μετρό, βλέπω δυο αναπάντητες κλήσεις από την μάνα μου.

Την καλώ πίσω με το άγχος του τι θα ακούσω -είναι δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι και με προβλήματα υγείας τόσο αυτή όσο και ο πατέρας μου και από δυο ανθρώπους στα 80φεύγα τους μπορείς να ακούσεις το οτιδήποτε.

Το άγχος μου μού φεύγει καθώς η μάνα μου δεν μου είπε ότι είναι στο γιατρό ή στο νοσοκομείο για κάποιο λόγο, αλλά απλά με ρώτησε αν θέλω να πάει εκείνη να περιμένει τον υδραυλικό που θα έρθει να αλλάξει τον θερμοσίφωνα που έσκασε την περασμένη εβδομάδα (πωωω, το είχα ξεχάσει εντελώς), αλλά της λέω ότι τα έχω όλα υπό έλεγχο (τρίχες, τίποτα δεν έχω υπό έλεγχο, από καθαρή τύχη γίνονται όλα σωστά και στην ώρα τους) και θα προλάβω εγώ έστω και αγχωμένος να φτάσω σπίτι και να περιμένω εγώ τον υδραυλικό.

Όση ώρα μιλάω με τον ηθοποιό, βλέπω κλήση διαρκώς από «ΣΧΟΛΕΙΟ». Το βάζω στο αθόρυβο και συνεχίζω την συνέντευξη και όταν αυτή τελειώνει, ξανακοιτάω το κινητό μου και βλέπω το επίσης αγχωτικό «ΜΑΜΑ ΦΙΛΙΠΠΟΥ 4 ΚΛΗΣΕΙΣ».

Την παίρνω πίσω «έλα, τι συμβαίνει, είχα συνέντευξη, σόρι», της λέω, «πρέπει να πάς να πάρεις τον Φίλιππο από το σχολείο, ανέβασε δέκατα και δεν μπορεί να μείνει εκεί».

(Κάνω ένα double facepalm απογοήτευσης αναμεμειγμένης με έντονο στρες).

Γυρνάω στο γραφείο, όπου τούς ανακοινώνω μέσα στο άγχος ότι πρέπει να φύγω εσπευσμένα και να πάω να πάρω το παιδί από το σχολείο, καθότι η μαμά του δεν έχει ΙΧ και είναι ευκολότερο για μένα να το κάνω αυτό.

Ξεπαρκάρω το twerking ΙΧ μου (ευτυχώς, χωρίς κλήση στο παρμπρίζ του) και οδηγώντας αγχωμένα την Κηφίσιας προς το Μαρούσι εύχομαι να είναι σχετικά άδεια και να φτάσω «σφαίρα».

Οι προσευχές μου δεν πιάνουν και η Κηφισίας είναι κλασικά πήχτρα, όπως συμβαίνει ΚΑΘΕ ΩΡΑ της ημέρας, όλες τις ημέρες της εβδομάδας, όλες τις εβδομάδες του μήνα, όλλους τους μήνες του χρόνου, πλην 15Αύγουστου.

Παραλαμβάνω το παιδί από το σχολείο και τον παίρνω μαζί μου στο σπίτι για να του βάλω θερμόμετρο και να τον φροντίσω μέχρι να πάει στην μαμά του το απόγευμα.

Είναι ήδη 3 το μεσημέρι, η δουλειά μου έχει πάει περίπατο και σκέφτομαι ότι θα πρέπει να καλύψω τα κείμενα που ΔΕΝ έγραψα σήμερα, δουλεύοντας το βράδυ.

Ο Φίλιππος, είτε έχει πυρετό, είτε όχι, δεν θα σταματήσει ποτέ να μιλάει συνεχώς και διαρκώς με ρυθμό λεκτικού οπλοπολυβόλου και εγώ αγχωμένος και με μια ανθρώπινη ντουντούκα 70 ντεσιμπέλ να παίζει μέσα στα αυτιά μου, προσπαθώ να βγάλω άκρη με τα αντιπυρετικά σιρόπια που πρέπει να του δώσω, μην κάνω κάποιο λάθος με την δοσολογία και τα ml του σιροπιού και την σωστή σειρά («Algofren ή Depon δίνουμε πρώτα γαμώτο;»).

«Δεν παίζει να τον έχεις άρρωστο μέσα στο σπίτι, όσο έχεις τον υδραυλικό», μού λέει η μαμά του και προσπαθώ να τον ντύσω και να τον πάω στο σπίτι της, προτού έρθει ο υδραυλικός και χτυπάει τα κουδούνια και δεν του απαντάει κανείς.

Επιστρέφω στο σπίτι αγχωμένος και με την ψυχή στο στόμα, διαπιστώνοντας ότι ο υδραυλικός με περιμένει στην είσοδο.

Απολογούμαι και αφού παίρνω την (αληθινή ή ευγενικώς τυπική) διαβεβαίωσή του ότι «μόλις είχα φτάσει, δεν με έστησες», τον αφήνω να δουλέψει όση ώρα μιλάω με την μαμά του γιου μου για την κατάστασή του.

«Θα πρέπει κάποιος να τον κρατήσει αύριο σπίτι. Δεν μπορεί να πάει σχολείο», μου λέει και έχει δίκιο και πρέπει μέσα στο άγχος μου, να λύσω και το τι θα κάνει ο Φίλιππος αύριο (και ίσως και μεθαύριο) το πρωί.

Ο υδραυλικός φεύγει μετά από περίπου 3 ώρες, η ώρα από 5 το απόγευμα έχει φτάσει 8 και το μπάνιο είναι μουνί, πρέπει να το σιγυρίσω και να κάνω ένα σφουγγάρισμα, δεν μπορώ να το αφήσω σε αυτή την κατάσταση πριν κοιμηθώ.

Και μετά έχω και να γράψω για το Olafaq τα κείμενα που τους χρωστάω από το πρωί, όταν έφυγα εσπευσμένα.

Μέσα στο άγχος μου θυμάμαι ότι δεν έχω φάει από τις 12 το μεσημέρι. Φτιάχνω ένα τοστ και κάθομαι να γράψω τα κείμενά μου.

«Το βράδυ», όπως επαναλαμβάνω ανά τακτά διαστήματα στον εαυτό μου, «θα προσπαθήσω να κοιμηθώ μια λογική ώρα». «Λογική ώρα» για μένα είναι κάπου μεταξύ μεσάνυχτα και πρώτης πρωινής.

Η ώρα είναι 23.37 και εγώ είμαι ακόμη πάνω από το λάπτοπ, γράφοντας.

Πόση ώρα θα μου πάρει άραγε προκειμένου να χαλαρώσω, να διώξω την ένταση και το άγχος και να μπω σε mood ύπνου μετά από αυτήν την ημέρα;

Εχω άγχος μόνο που το σκέφτομαι.

Ελλάδα, αγχωτική και ταυτόχρονα αγχωμένη
Το παρόν άκρως και 100% αληθινό, δίχως ίχνος υπερβολής και βιωματικό κείμενο γράφτηκε με αφορμή ένα και μόνο πράγμα: το γεγονός ότι η Ελλάδα αναδείχθηκε προ μερικών ημερών ως η πιο αγχωτική χώρα στην Ευρώπη για να ζει κανείς, σύμφωνα με μελέτη, που διεξήχθη από ειδικούς της CBD.

Η έκθεση αποκαλύπτει ότι η Ελλάδα κατέχει την αρνητική «πρωτιά» καθώς είναι η χώρα με το μεγαλύτερο στρες στην Ευρώπη, καταλαμβάνοντας συνολικά την υψηλότερη βαθμολογία άγχους με 71,8 στα 100.

Η χώρα μας βρέθηκε στην κορυφή της λίστας αφού σημείωσε ρεκόρ τόσο για αναφορές άγχους όσο και κατάθλιψης. Η Ελλάδα έχει επιπολασμό κατάθλιψης 6,52%, το υψηλότερο ποσοστό στην Ευρώπη καθώς το 57% των ερωτηθέντων ανέφερε ότι βιώνει συχνό στρες.

Η γειτονική Τουρκία κατατάσσεται ως η δεύτερη χώρα με το μεγαλύτερο άγχος στην Ευρώπη, ενώ το 64% του πληθυσμού δήλωσε ότι αισθάνεται συχνά στρες. Η Τουρκία κατατάχθηκε επίσης στην υψηλότερη θέση στην Ευρώπη για τα συχνά αισθήματα θλίψης με το 49% των ερωτηθέντων να αναφέρει ότι αισθάνεται συχνά έτσι, ενώ διαθέτει επίσης τον μεγαλύτερο αριθμό εβδομαδιαίων ωρών εργασίας με 42,8, ισοβαθμώντας με το Μαυροβούνιο. Συνολικά, αυτοί οι παράγοντες συνέβαλαν στο να χαρακτηριστεί η Τουρκία ως η δεύτερη πιο καταπιεστική χώρα στην Ευρώπη με συνολική βαθμολογία άγχους 71,2 στα 100, ελαφρώς χαμηλότερα από την Ελλάδα.

Η Πορτογαλία κατατάσσεται ως η τρίτη χώρα με το μεγαλύτερο στρες στην Ευρώπη και έχει το τρίτο υψηλότερο ποσοστό κατάθλιψης στην Ευρώπη με 5,88% των ερωτηθέντων που ανέφεραν συχνά συναισθήματα μελαγχολίας. Η Μάλτα και η Κύπρος κατατάσσονται στην τέταρτη και πέμπτη θέση αντίστοιχα.

*Υ.Γ.1: Τώρα, αφού διαβάσατε αυτό το κείμενο, σκεφτείτε πόσο επιπλέον αγχωτική και απείρως πιο «εχθρική» μπορεί να είναι η καθημερινή ζώη στην Ελλάδα όχι μόνο για εμένα, έναν «προνομιούχο λευκό άνδρα», αλλά για χιλιάδες μανάδες με καρότσια, ηλικιωμένους, τυφλούς, ΑμΕΑ, μετανάστες κτλ.

*Υ.Γ.2: Το παρόν κείμενο γράφτηκε υπό καθεστώς πρωτοφανούς άγχους. 

Πηγή: olafaq.gr

Δημοσίευση σχολίου

0 Σχόλια